Παρασκευή, Απριλίου 26

5:12 μ.μ.
Η Ακρόπολις των Αθηνών όπου τη εκρατούσαν οι εντόπιοι Τούρκοι.  Μία από τις 23 υδατογραφίες σε χαρτόνι του Δ. Ζωγράφου.   Όλες παραγγέλθηκαν και πληρώθηκαν από τον Μακρυγιάννη

   «Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω:  ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν oι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω ταμανέτι του Θεού στο σώμα μου. 

   Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα.

   Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: 

ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. 

   Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. 

   Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ».

Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί. 

Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε:

   «Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες -αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας- ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά,  όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να 'χουν την επιρροή για ικανότη»


Ι. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

".... Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί, τραγουδήσαμεν κ' εγλεντήσαμεν. 
Με περικάλεσε ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω, ότ' είχαμε τόσο καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήσει -τόσον καιρόν οπού μας έβαλαν οι διοτελείς και γγιχτήκαμεν δια να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι:

Ο Ήλιος εβασίλεψε,
Έλληνά μου, βασίλεψε
και το φεγγάρι εχάθη
κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια,
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:


- Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ' σα γυναίκεια κλάματα κι' αντρών τα μυργιολόγια
γι αυτά τα ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μες στο αίμα το πολύ είν' όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα.

__________________________________


   Από το πρώτο κεφάλαιο, ο νέος Ρουμελιώτης, που εκφράζεται με τόσο σίγουρο τρόπο, ζει κιόλας μπροστά μας μια ζωή δυνατή και πλούσια. 

Δρασκελίζει τα βουνά, σεριανίζει πολιτείες, εμπορεύεται, συνομωτεί, κρύβει όπλα, καταδιώκεται, συζητά με όλους και για όλα. 

Γυρνά την Ελλάδα με το μέτωπο ψηλά και με βλέμμα ερευνητικό για παθιασμένο. 

Είναι γεμάτος φιλοδοξία, τόλμη και όρεξη για αγώνες, πρακτικός και μαζί φαντασιόπληκτος και ονειροπαρμένος. 

"Άρματα και χρήματα"* ζητούσε από τον άγιο, ήξερε από τότε τι χρειάζεται για να γίνει ένα Κράτος, ωστόσο τα άρματα τα ήθελε ασημένια.
______________________________________


απόσπασμα από τις διηγήσεις του:

   ".....Έγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις ένα πατριώτη μου εις Ντεσφίνα.
Είταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και είταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. 
Στάθηκα με εκείνον μια ημέρα.
Είταν γιορτή και παγγύρι τ' Αγιαννιού. 
Πήγαμεν εις το παγγύρι, μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. 
Τότε μ' έπιασε σε όλον το κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο.  Δεν μ' εβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερο η ντροπή του κόσμου. 

   Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονο δεν ηύρα άλλον κριτή να το είπω να με δικιώσει, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. 


   Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά και κλείω την πόρτα, κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες. Τ' είναι αυτό οπούγινε σ' εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα 
και γω θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον."
________________________________
Γ. Θεοτοκάς - "Νέα Εστία" 1941


   "…Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι:

«Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη»! Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω:
«Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός.
Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».


   Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον.

   Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν.
Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.

   Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι».


Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.


   Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν  θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.


Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε.


   Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα.


   Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.


   Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. 


   Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα.
Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.
Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν.


   Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία.
Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον.


   Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.
Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα:


   «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν.
Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».


   Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός.
Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα.
Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι:


«Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω.


   Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».
Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του.


   «Tον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον»!
Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας. Τρομάρα τους!!!


   Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί.
Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.


   Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια.


   Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!
Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους.


   Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν.
Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια.


Απόσπασμα από "Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη"
_________________________________________
Οι Ζωγραφιές του Μακρυγιάννη μαζί με τα Απομνημονεύματα του είναι η Μεγάλη Κληρονομιά που μας άφησε... 
Κάθε υδατογραφία ένα μικρό "βιβλίο", μια μικρή ιστορία του Έθνους...
Στο Perasma είναι καταχωρημένες όλες στη κατηγορία "ζωγραφίζοντας"



Εδώ: η πτώσις της Κωνσταντινούπολης/ ο Σουλτάνος επί του θρόνου/ το ιερατείο και οι προύχοντες του προσφέρουν δώρα/ ο Σουλτάνος αποκρίνεται, "Δεν δέχομαι δώρα σας κατέλαβα με την σπάθην μου, όλοι στον ζυγόν"/ Οι γενναίοι και φιλοπάτριδες καταφεύγουν στα όρη, όπου εταλαιπωρούντο δια αιώνας/ Ο Σουλτάνος διορίζει στρατεύματα προς καταδίωξιν αυτών/ Η Ελλάς αλυσοδεμένη δεικνύει τον τύραννον/
Μετά πολλούς αιώνας Ρήγας Βελενστινλής σπείρει τον σπόρον της ελευθερίας και ενθαρρύνει τους Έλληνας , οδηγών αυτούς προς την απελευθέρωσιν των.
____________________________________________________


Utopia

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.