Κυριακή, Φεβρουαρίου 17

11:42 π.μ.

   Πόσα πράγματα, που έχουνε σημασία για τη φυλή μας, δεν τα ξέρουμε εμείς οι Έλληνες, και πόσα αδιαφόρετα πράγματα γνωρίζουμε, που δεν ήτανε καμιά ανάγκη να τα μάθουμε! Ποιός ξέρει πώς στο ναό του Ήλιου, που υπήρχε στο Περού, πρωτοστάτησε ένας Έλληνας;
   Τον καιρό που ξεσκέπασε ο Κολόμπος τον Καινούργιο Κόσμο, λέγανε πώς βρισκότανε στην Αμερική ένας τόπος γεμάτος χρυσάφι, που λεγότανε Ελντοράντο.  Πλήθος αμέτρητοι τυχοδιώκτες πηγαίνανε εθελοντές στα σπανιόλικα καράβια, για να μπορέσουνε να ξεμπαρκάρουνε σε κείνα τα παραμυθένια μέρη και να γυρίσουνε φορτωμένοι πλούτος. 
   Ανάμεσα σ' αυτούς ήτανε κι ένας Κρητικός λεγόμενος Πέτρος, που τον γράφουνε οι ιστορίες εκείνου του καιρού Petro di Candia. Προ λίγα χρόνια τον ανακάλυψα, όπως ανακάλυψε το Περού αυτός κι οι σύντροφοί του. Κανένας ιστορικός μας δεν τον ήξερε. Κόπιασα πολύ ως να βγάλω πέρα την ιστορία του και να την ταχτοποιήσω, ψάχνοντας μέσα σε αρχαία βιβλία, γιατί ένα κομμάτι απ' αυτή βρίσκεται εδώ κι άλλο αλλού, σαν τα σπασίματα αρχαίου αγγείου, που τα βρίσκει ο αρχαιολόγος εδώ κι εκεί. Σημείωσε πως δεν είναι ο μοναχός Έλληνας ταξιδευτής που ήτανε θαμμένος στη λησμονιά. Εγώ, που δεν είμαι ιστορικός, εύρηκα άλλους τέσσερις-πέντε. Κι είμαι σίγουρος πως θα υπάρχουνε κι άλλοι πολλοί. 
   Δεν μπόρεσα νά 'βρω την αρχή της ζωής του. Απ' ό,τι είναι γραμμένο, ο Πέτρος βρέθηκε ανάμεσα στους στρατιώτες που 'χε μαζέψει ο διαβόητος καπετάν Πιζάρρος, που έκανε την εκστρατεία του Περού. Κι επειδής η ιστορία του Πέτρου είναι μπλεγμένη με του Σπανιόλου καπετάνιου, πρέπει να πιάσουμε την ιστορία από τον καιρό που βρισκότανε στον Παναμά ο Φραντζέσκος Πιζάρρος κι ο Διέγκος Αλμάγκρος, που ήτανε τότες ακόμα φτωχοί τυχοκυνηγοί ανάμεσα σε χιλιάδες τέτοιους φουκαράδες που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα. Οι πιο πολλοί ήτανε δίχως τέχνη, φονιάδες κλέφτες, αδικημένοι της μοίρας. Οι περισσότεροι ήτανε στρατιώτες στην Ευρώπη, κι επειδής οι πόλεμοι είχανε τελειώσει εκεί πέρα, πήγανε στην Αμερική για να βρούνε την ίδια δουλειά.
   Ο Πιζάρρος φύλαγε γουρούνια στα νιάτα του, και δεν ήξερε να γράψει τ' όνομά του. Αλλά είχε μεγάλη παλληκαριά, κι εκείνο το σπουδαίο χάρισμα, να μπορεί να κυβερνά ανθρώπους, και μάλιστα τους πιο δυσκολοκυβέρνητους. Στην Αμερική ξεμπαρκάρισε χωρίς πεντάρα, έχοντας μοναχά μια κάπα και τ' άρματά του. Εκεί αντάμωσε έναν άλλον τυχοδιώκτη, ακόμα πιο φτωχόν, τον Διέγκο Αλμάγκρο. Αυτός δεν είχε μήτε όνομα, γιατί δεν ήξερε ποιός ήτανε ο πατέρας του, και τ' όνομα που είχε το πήρε από το χωριό του Αλμάγκρο. Μα, όπως γίνεται πάντα, οι φτωχοί να κάνουνε τα πιο πλούσια σχέδια, έτσι κι οι δυό τούτοι. Με τον καιρό, βρήκανε έναν πλούσιο παπά, που τον λέγανε πάτερ-Λουκά, και συνεταιριστήκανε μαζί του, βάζοντας εκείνος τα λεφτά κι αυτοί τη ζωή τους και την αντρεία τους. Σκεδιάσανε λοιπόν να κυριέψουνε το Περού, που ήτανε η πηγή του χρυσαφιού.
Μαζέψανε ως διακόσιους στρατιώτες, τους βάλανε μέσα σε δυο καράβια, πήρανε κάτι κανόνια σκουριασμένα και λίγα άλογα, και ισάρανε τα πανιά. Τα βάσανα που περάσανε από τις φουρτούνες κι από τους αγριανθρώπους, δεν χωράνε σ' ένα ολόκληρο βιβλίο. Μονάχα λέγω πως ο Αλμάγκρος έχασε το 'να μάτι του από μια σαγίτα, μα δεν έχασε το κουράγιο του.
   Επειδής οι Σπανιόλοι δεν γνωρίζανε τους ανέμους και τα ρέματα που υπήρχανε σε κείνες τις θάλασσες, τυραννιστήκανε, χωρίς να μπορέσουνε να φτάξουνε στο Περού. Μα που ν' αλλάξουνε γνώμη εκείνοι οι στουρναρόκαρδοι άνθρωποι! Φουρτούνες ανθρωποφάγοι, πείνα, δίψα, αρρώστια, βροχές, κατακλυσμός! Τρία χρόνια παιδευτήκανε. Τέλος, γύρισε ο Αλμάγκρος στον Παναμά, για να στρατολογήσει άλλους στρατιώτες, επειδής οι παλιοί είχανε λιγοστέψει από την κακοπέραση. 
   Ο Πιζάρρος τον περίμενε, αποφασισμένος να βρει το Περού. Έβαζε και του διαβάζανε το Ευαγγέλιο, κι έλεγε, κάνοντας τον σταυρό του: "Ιδού δέδωκα υμίν την δύναμιν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων". 
   Ο Αλμάγκρος γύρισε πίσω χωρίς στρατιώτες, γιατί ο διοικητής του Παναμά δεν του έδινε άλλους, αλλά και κανένας δεν πήγαινε στο στόμα του Χάρου. Κι επειδής, όπου είναι φτώχεια, πέφτει και γκρίνια, μαλώσανε οι δύο καπετανέοι και τραβήξανε τα σπαθιά, μα τους χωρίσανε και φιλιωθήκανε.
   Αυτά γινόντανε απάνω σ' ένα νησί που έβρεχε κάθε μέρα χωρίς να πάψει, κι είχανε γίνει όλοι σαν φαντάσματα. Ο Πιζάρρος, μ' όλο πού 'χε στο κορμί του πολλές λαβωματιές, στεκότανε σαν βράχος ακατάλυτος κι έδινε κουράγιο στους ανθρώπους του, που οι πιότεροι κειτόντανε άρρωστοι και φαρμακωμένοι. 
   Μια μέρα φάνηκε ένα καράβι ανοιχτά από το νησί. Σαν βγήκανε έξω κάποιοι ναύτες, είπανε πως τους είχε σταλμένους ο διοικητής του Παναμά, για να πάρουνε όσους θέλανε να γυρίσουνε πίσω. Και ποιός δεν ήθελε ένα τέτοιο πράγμα, να γλυτώσει από τα νύχια του Χάρου; Ο καπετάν Πιζάρρος μάζεψε γύρω τους στρατιώτες του, κι ύστερα τράβηξε το σπαθί του, χάραξε μια γραμμή στο χώμα, κι είπε κοιτάζοντας τους αυστηρά: "Όποιος θέλει να φύγει, να περάσει πέρα από τη γραμμή, κι όποιος θέλει ν' απομείνει μαζί μου, να έρθει από τη δώθε μεριά!".
   Όλοι πήγανε από την πέρα μεριά, δηλαδή θέλανε να φύγουνε. Απ' όλον τον στρατό, μονάχα δεκατρείς νοματέοι απομείνανε κοντά του, άντρες γενναιόψυχοι, ετούτοι: Νικόλας Ριμπέρας, Φραντζέσκος Κουελλάρ, Χριστόφορος Περάλτας, Πέτρος Κρητικός, Αλόντζος Μολίνας, Ντομένικος Σεραλούτζε, Πέτρος Αλέον, Γκάρτσιας Χέρες, Αλόντζος Μπρισσένος, Αντώνης Καρριόν, Μαρτίνος Παζ, Βαρθολομαίος Ρουίζ, Γιάννης Ντελατόρρες, κι ένας αράπης λεγόμενος Μέζας, υπηρέτης του Πέτρου Κρητικού. Αυτά τα τιμημένα ονόματα βρεθήκανε γραμμένα στο χαρτί και σωθήκανε ως σήμερα.
   Το καράβι σήκωσε πανιά κι έφυγε. Ο Πιζάρρος απόμεινε μ' εκείνους τους δεκατέσσερις ανθρώπους. Σε δυό-τρεις μέρες περάσανε σ' ένα άλλο νησί, πιο μεγάλο, που βρισκότανε πιο ανοιχτά από τη μεγάλη στεριά. Του δώσανε τ' όνομα Γοργόνα. Αλλά καλύτερα να το βγάζανε Στρίγγλα, γιατί ήτανε ένας τόπος σαν τον κάτω κόσμο, η ίδια η Κόλαση. Έβρεχε ολογυρίς ο χρόνος, κι από το πολύ νερό τα χορτάρια θεριεύανε, και μέσα τους φωλιάζανε και γεννοβολούσανε πλήθος αμέτρητο από φαρμακερά ζωύφια κάθε λογής, φίδια, βαθράκοι, μπράσκες*, κουβούπια σύννεφα, και κάθε σιχαμερό σκουλήκι και μαμούδι. Ο αγέρας ήτανε μουχλιασμένοςκαι συννεφιασμένος. Μέρα-μεσημέρι σκέπαζε το αγριονήσι τέτοιο σκοτάδι, που λες κι ήτανε νύχτα. 
   Από την υγρασία, οι περισσότεροι πέσανε άρρωστοι. Ποιός να τους ταΐσει, ποιός να τους φροντίσει; Για όλους νοιαζότανε ο Πιζάρρος σαν πατέρας τους. Πήγαινε στο κυνήγι, κι όλη τη μέρα γύριζε στα βουνά και στα βάλτα μουσκεμένος. Άλλη φορά ψάρευε με μια βάρκα. Ολόγυρα στο νησί τα νερά είχανε πολλά ψάρια. Απάνω στα δέντρα φωλιάζανε πλήθος πουλιά και κάτι μαϊμούδες, που κατεβαίνανε στην ακροθαλασσιά και μαζεύανε στρείδια κι άλλα θαλασσινά και τα τρώγανε. Από τη θάλασσα πάλι βγαίνανε στη στεριά κάτι παράξενα ψάρια και βοσκούσανε στα χορτάρια. Όσοι ήτανε γεροί, βοηθούσανε τον καπετάνιο τους. Εφτά μήνες περάσανε. Κοιτάζανε ολοένα το πέλαγο, μήπως φανεί κανένα πανί, καμιά βοήθεια. Μα άδικα. Είχανε ένα σαπιοκάικο. Αποφασίσανε να το χαλάσουνε, και να κάνουνε ένα σάλι με τα γερά σανίδια, και μ' αυτό να περάσουνε στην αντικρινή στεριά. Μα ήτανε τόσο αδυνατισμένοι, που δεν μπορούσανε να σηκώσουνε το σκερπάνι. Η απελπισία. άρχισε να μπαίνει στην καρδιά τους.
   Εκεί λοιπόν που βρισκόντανε σ' αυτή την ελεεινή κατάσταση, φανερώθηκε ένα καράβι. Δεν πιστεύανε τα μάτια τους, τόση ήτανε η απελπισία τους. Ήτανε ο Αλμάγκρος, που τους έφερνε ζωοθροφίες, λίγους στρατιώτες κι άρματα. 
   Μπαρκάρανε όλοι μαζί στο καράβι και σιμώσανε κοντά στην αντικρινή στεριά. Οι Σπανιόλοι αρράξανε στη μεγάλη στεριά του Περού, κοντά σε κάποιο ποτάμι και σ' ένα κάστρο λεγόμενο Τούμπεζ.
Ο καπετά Πιζάρρος ήθελε να κατασκοπέψει το κάστρο, για να μπορέσει να το πάρει με τον λίγο στρατό που είχε. Διάλεξε λοιπόν τον Πέτρο Κρητικό, που ήτανε πολύ έξυπνος και γνώριζε την τέχνη των κάστρων, γιατί ήτανε κανονιέρης.
   Εβγήκε λοιπόν ο Πέτρος στην ακροθαλασσιά, αρματωμένος από την κορφή ως τα πόδια, με την ατσάλινη περικεφαλαία, βαστώντας το σκουτάρι στο χέρι του, με το σπαθί στο πλευρό του και τ' αρκεμπούζι* στον ώμο του, έχοντας πλάγι του τον υποταχτικό του, τον Μέζα τον Αράπη. Οι Περουβιανοί, σαν τον είδανε, τα χάσανε και τον κοιτάζανε μ' ανοιχτό στόμα, σαν να βλέπανε τον θεό τους τον Ήλιο που κατέβηκε στη γη. Μουρμουρίζανε θαμπωμένοι: "Είναι ο Βιρακόχας, ο Βιρακόχας*".
   Τους πήρανε και τους πήγανε στο κάστρο. Εκεί τους περίμενε ο αφέντης και διοικητής του κάστρου, ο Σουγιογιόκ-Άπο, όπως τον λέγανε, καθισμένος σ' έναν θρόνο μαλαματένιον.
 
   Ο Κάντιας τον χαιρέτησε και του έδειξε έναν σταυρό, και του είπε πως ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός, κι ο δραγουμάνος τα εξήγησε. Πλην ο διοικητής δεν κατάλαβε τίποτα, και τον ρώτησε τι ήτανε το τρομπόνι που βαστούσε και τι ενέργεια έκανε. 

Τότες ο Κάντιας τράβηξε μια τουφεκιά και τρύπησε ένα σανίδι. Οι Περουβιανοί τρομάξανε κι ουρλιάζανε. Πέσανε χάμω. Μονάχα ο βασιλιάς απόμεινε ατάραχος, και πρόσταξε να φέρουνε ένα λιοντάρι, ένα πούμα, όπως το λέγανε, και μια τίγρη, που τα είχανε μέσα στα κλουβιά κι είπε στον Πέτρο να ρίξει άλλη μια τουφεκιά. Τα θεριά, σαν ακούσανε τον βρόντο, φοβηθήκανε και πήγανε και ζαρώσανε κοντά στα πόδια του. Ο διοικητής θαύμασε, πήρε ένα ποτήρι κρασί και το έδωσε στον Κρητικό, λέγοντας του: "Πιές, αφού μπορείς να κάνεις μια τέτοια βροντή που τρομάζουνε θεριά κι άνθρωποι! Βαστάς στο χέρι σου τ' αστροπελέκι τ' ουρανού!"
   Ύστερ' απ' αυτά, τον περιδιαβάσανε για να δει το κάστρο. Ο Κρητικός σημείωσε στο μυαλό του ότι έβλεπε. Εμπήκανε στο ναό του Ήλιου, κι είδε τόσο χρυσάφι, που σάστισε. Αλλά έκανε τον αδιάφορο. Οι τοίχοι κι οι πόρτες ήτανε καπλαντισμένοι με χρυσάφι. Ένα ολόκληρο τοίχο έπιανε το είδωλο του Ήλιου, με τις αχτίνες που είχε γύρω του. 
   Το μοναστήρι το έζωνε μια μάντρα, και γύρω του είχε πολλά κελλιά, που καθόντανε κάποιες παρθένες καλόγριες που τις λέγανε Μαμακόνες. Σαν είδανε τον Κρητικό, απομείνανε από τον θαυμασμό τους και τον προσκυνούσανε, και χαϊδεύανε τα γένεια του, επειδής οι δικοί τους άντρες ήτανε σπανοί.
   Σ' όποιο μέρος έπεφτε η ματιά του, ο Πέτρος έβλεπε πράγματα μαλαματένια κι ασημένια, λεκάνες, κανάτια, μαστραπάδες, λεγένια, μπρίκια, κούπες, πιάτα κι άλλα. Στ' αργαστήρια οι τεχνίτες δουλεύανε τ' ασήμι και το χρυσάφι όπως σ' εμάς δουλεύουνε το χάλκωμα.
   Αφού περιεργάστηκε καλά το κάστρο ο Πέτρος, γύρισε στο καράβι κι είπε όσα είδε στον Πιζάρρο και στους συντρόφους του. Οι στρατιώτες ζουρλαθήκανε, και φωνάζανε "Στον πόλεμο!" για να μπούνε στο κάστρο. Αυτός όμως ήξερε πως με τόσον λίγο στρατό δεν θα τα έβγαζε πέρα, και σηκώθηκε στα πανιά.
   Τράβηξε κατά τη νοτιά, κοντά στη στεριά. Μεγάλες φουρτούνες βασανίσανε στους Σπανιόλους. Ύστερα από πολλές περιπέτειες, γυρίσανε στον Παναμά. Ο Πιζάρρος μπαρκάρισε σ' ένα καράβι και πήγε στη Σπάνια. Πήρε μαζί του μονάχα τον Πέτρο τον Κρητικό και λίγους Ιντιάνους, για να τους δει ο Βασιλιάς.
   Βασιλιάς της Σπάνιας ήτανε τότες ο τρομερός Κάρλος Κουίντος. Έβγαλε διάταγμα και διόριζε το Πιζάρρο διοικητή και γενικό καπετάνιο στο Περού. Ο Αλμάγκρος διοριζότανε διοικητής στο Τουμπέζ, κι οι δεκατρείς στρατιώτες, που είχανε απομείνει στο νησί της Γοργόνας μαζί με τον Πιζάρρο, παίρνανε μεγάλο αξίωμα, γινόντανε ιδαλγοί. Ο Πιζάρρος θα γινότανε μαρκίζος.
   Είναι μεγάλη ιστορία πώς φτάξανε οι Σπανιόλοι ως την Καγιαμάρκα, που είχε τον θρόνο του ο Ίνκας Αταχουάλπας, αλλά φτάσανε. Ο Πιζάρρος έστειλε τον αδελφό του Φερνάντο, να χαιρετήσει από μέρος του τον βασιλέα και να τον παρακαλέσει να ανταμωθούνε. Ο Αταχουάλπας δεν καταδέχτηκε ούτε να γυρίσει να δει τους Σπανιόλους. Μονάχα ο στρατοπεδάρχης του είπε στον Φερνάντο: "Καλά!".
   Στο μεταξύ ο Πιζάρρος είχε σκοπό να πιάσει τον Ίνκας. Μα κι ο Αταχουάλπας, που είχε στείλει κατασκόπους από όπου είχανε περάσει οι Σπανιόλοι, έδωσε διαταγή να πιάσουνε τα πόστα πίσω από τους Σπανιόλους χιλιάδες Περουβιάνοι αρματωμένοι. Ο Πιζάρρος στεκότανε άγρυπνος. Όλη τη νύχτα σκεδίαζε τον πόλεμο της αυριανής μάχης. Σαν ξημέρωνε, ή όλοι τους θα ήτανε σκοτωμένοι, ή θα είχανε το Περού στην εξουσία τους.
   Οι στρατιώτες πιάσανε τα κτίρια που βρισκόντανε γύρω στην πλατεία. Οι καβαλάρηδες χωριστήκανε σε τρία μέρη: το ένα το διοικούσε ο Φερνάντος Πιζάρρος, το δεύτερο ο ντε Σότο, και το τρίτο ο Μπελαλκαζάρ, όλοι τους γενναίοι καπετανέοι.
   Ο "ατρόμητος" Πέτρος Κρητικός, όπως τον γράφει ο παλιός Σπανιόλος ιστορικός, είχε στη διαταγή τούς αρκεμπουζιέρους με τα τρομπόνια τους, και τους είχε βάλει απάνω σ' ένα ψηλό μέρος, απάν' από την πλατεία, καθώς και τους καλύτερους σημαδευτάδες, που τους είχε βάλει σ' έναν πύργο.
   Ο Φραγκίσκος Πιζάρρος είχε το γενικό πρόσταγμα, με τρεις διμοιρίες στρατιώτες. Είκοσι στρατιώτες φυλάξανε για εφεδρεία. Αυστηρή διαταγή δόθηκε να μη μιλήσει κανένας, για να ξεγελάσουνε τους σπιούνους.
   Ο Πέτρος έπιασε ένα πόστο σ' ένα ψηλό μέρος, κι από κει κοίταζε τι κάνανε οι Περουβιάνοι στρατιώτες. Είχανε συμφωνήσει, μόλις θα έφτανε στην πλατεία ο Αταχουάλπας, μ' ένα σινιάλο του Φραγκίσκου Πιζάρρου με τις τρομπέτες, ο Πέτρος θα 'δινε το σύνθημα ν' αρχίσει ο πόλεμος.
   Η πολιτεία ήτανε βουβή κι έρημη. Οι Ιντιάνοι δεν ξέρανε τι σκοπό είχανε οι Σπανιόλοι, είχανε κλειστεί στις αυλές των σπιτιών. Κι αληθινά, μπροστά στη μερμηγκιά των Περουβιάνων, τι μπορούσε να κάνουνε μια φούχτα άνθρωποι;
   Δέκα χιλιάδες Περουβιάνοι με σφεντόνες είχανε παραταχθεί μπροστά. Από πίσω τους στεκότανε ατελείωτος στρατός, που έπιανε πολλά χιλιόμετρα. Οι περισσότεροι ήτανε αρματωμένοι με κοντάρια. Ένα απόσπασμα ήτανε αρματωμένο με θηλιές, για να πιάσουνε τους καβαλάρηδες. Από πίσω από τον στρατό ακολουθούσανε πλήθος γυναίκες. Πιο ψηλά από κείνη την οχλοβοή, στη μέση του στρατού, φάνηκε η χρυσοκέντητη τέντα του βασιλιά, που είχε γύρω του ένα σωρό αξιωματικούς και παλατιανούς. Μπροστά του βαδίζανε τρακόσιοι Ιντιάνοι ντυμένοι με χρωματιστά φορέματα, κι η δουλειά τους ήτανε να μαζεύουνε τις πέτρες και να ξεριζώνουνε τα χόρτα, για να περάσει ο αφέντης τους. Οι μπροστινοί απ' αυτούς χορεύανε. Κατόπι ερχόντανε οι πρώτοι του παλατιού, με τη βασιλική φρουρά. Στη μέση τους φάνηκε ο Ίνκας Αταχουάλπας, καθισμένος μέσα σ' έναν σκεπαστόν θρόνο, χρυσοκεντημένον με τον ήλιο, με το φεγγάρι και με το ουράνιο τόξο, που δείχνανε τη θεϊκή καταγωγή του.
   Τέσσερες ώρες χρειαστήκανε για να φτιάξει στην πλατεία η βασιλική πομπή, τόσο σιγά περπατούσε. Τέλος, φτιάξανε απ' όξω από το κάστρο στις τρεις το απόγευμα. Ο Ίνκας με μια συνοδεία από πέντε χιλιάδες πολεμιστές εμπήκε με μεγαλοπρέπεια στην πολιτεία κι έφταξε στην πλατεία, που είχε πλάτος ως διακόσα μέτρα. Σαν γίνηκε ησυχία, ο Ίνκας κοίταξε γύρω του ζητώντας τους ξένους.
   Τότες ένας καλόγερος Δομινικανός προχώρησε με τον σταυρό στο χέρι, κι άρχισε να ξορκίζει τον Ίνκα να γίνει χριστιανός και να υποταχτεί στον βασιλιά της Σπάνιας. Ο δραγουμάνος τα μετάφραζε.
   Ο Αταχουάλπας ζήτησε να περιεργαστεί το Ευαγγέλιο που βαστούσε ο καλόγερος. Το πήρε, το έβαλε στ' αυτί του, κι ύστερα το πέταξε χάμω, λέγοντας: "Δεν μιλά!" Κατόπι θέλησε να δει το σπαθί ενός αξιωματικού που στεκότανε πλάγι στον καλόγερο. Ο αξιωματικός το τράβηξε από το θηκάρι, το έδειξε στον Ίνκα, αλλά δεν του έδωσε. Ο Αταχουάλπας θύμωσε κι άρχισε να βρίζει τους Σπανιόλους, για τα κακά που είχανε κάνει στους δικούς του. 
   Κείνη τη στιγμή δόθηκε το σύνθημα. Οι Σπανιόλοι ορμήσανε στην πλατεία, ενώ οι τρουμπέτες φωνάζανε και τ' αρκεμπούζια βροντούσανε. Οι Περουβιάνοι τα χάσανε και θαρρούσανε πως άνοιξε η Κόλαση να τους καταπιεί. Παραλύσανε.
   Ο Πιζάρρος με λίγους στρατιώτες τράβηξε ίσια κατά το μέρος του βασιλιά, με σκοπό να τον πιάσει ζωντανόν. Λίγο ακόμα και θα τον σκοτώνανε οι στρατιώτες, που ήτανε με τον Γιάννη Πιζάρρο και που είχανε κατακομματιάσει τη φρουρά του Ίνκα. Ο Φραντζέσκος Πιζάρρος φώναξε στους στρατιώτες του να μην πειράξουνε τον βασιλιά. Μέσα σε μια στιγμή τον σηκώσανε στα χέρια τους και τον πήγανε σ' ένα κοντινό σπίτι, που το είχε για αρχηγείο ο Πιζάρρος.
   Απάνω στην αναταραχή, γκρεμνίστηκε ένας τοίχος. Τότε πια οι Περουβιάνοι γινήκανε μαλλιά-κουβάρια και σκορπίσανε, κυνηγημένοι από την καβαλαρία.

   Ο Πιζάρρος πρόσταξε να βαρέσουνε συναγερμό. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Η νύχτα σκέπασε νικητές και νικημένους. Και στους δύο φαινότανε απίστευτο ό,τι είχε γίνει κείνη τη μέρα, σαν να 'χανε δει καν΄ένα όνειρο. Το μέγα και δυνατό βασίλειο των Ίνκας, που είχε βαστάξει τόσους αιώνες, είχε καταλυθεί μέσα σε λίγη ώρα.
   Από κείνη τη μέρα σαν να 'πεσε κατάρα στους Σπανιόλους, και σκοτώσανε ο ένας τον άλλον. Όλοι οι Πιζάρροι πεθάνανε εν στόματι μαχαίρας. Τα δυό κόμματα του Πιζάρρου και τ' Αλμάγκρου φαγωθήκανε μεταξύ τους.
   Πρώτος καπετάνιος του Πιζάρρου ήτανε ο Πέτρος ο Κρητικός. Μα σαν τον είδε να γυρνάει εναντίον του Αλμάγκρο, τον σιχάθηκε ο Κρητικός και λέγανε πως έβαλε σκοπό να σκοτώσει τον Φερνάντο... Μα τίποτα δεν έγινε.

   Ύστερα από καιρό ο Φερνάντος Πιζάρρος διάλεξε τέσσερες καπετάνιους, μέσα σ' αυτούς και ο Πέτρος, και τους έστειλε να βρούνε καινούργιους τόπους. 
   Στο μεταξύ ο Γραικός καπετάνιος είχε μαζέψει πολύ χρυσάφι κι άλλα πλούτη, έγινε άρχοντας μεγάλος, και ξεκουραζότανε ύστερ' από τόσα βάσανα που 'χε περάσει. Είχε πάρει πολλές γυναίκες ντόπιες Περουβιάνες. Μια απ' αυτές του είχε πει πως κατά τη νοτιά βρισκότανε μια χώρα που είχε το περισσότερο χρυσάφι.
   Πούλησε όλα τα υπάρχοντα του και δανείστηκε κι άλλα, για να κάνει τα έξοδα της εκστρατείας. Άλλωστε με δανεικά είχανε αρχίσει πριν απ' αυτόν ο Πιζάρρος, ο Αλμάγκρος κι ο Κορτέθ, που κυρίεψε το Μεξικό. Σύναξε λοιπόν καμιά τρακοσαριά Σπανιόλους και λίγους ντόπιους, τους αρμάτωσε και τράβηξε, σαν καινούργιος Ιάσονας, για νά 'βρει το χρυσόμαλλον δέρας.
   Ποιά πέννα μπορεί να γράψει εκείνο το φοβερό ταξίδι ανάμεσα σε βουνά άσπλαχνα, απάνω από γκρεμνούς δίχως πάτο, σε πάγους, σε δάση που δεν τα πάτησε άνθρωπος από κτίσεως κόσμου!

   Ένας ιστορικός λεγόμενος Χερρέρας έγραφε υστερότερα, σε καιρό που οι Σπανιόλοι είχανε κάνει κάποιους δρόμους, πως οι ταξιδευτές που ανεβαίνουνε σ' αυτά τα βουνά, ανασαίνουνε πιο γρήγορα και πιο δυνατά, για να μη σκάσουνε, και δένουνε τα στόματά τους με τα μαντίλια τους, για να μαλακώσουνε λίγο την ψύχρα που έχει ο αγέρας, και πως πολλοί κοντεύουνε να πεθάνουνε από τους εμετούς. Ένας άλλος ιστορικός γράφει πως συχνά πως συχνά παρουσιάζονται απάνω σε κείνα τα βουνά κάποια παράξενα μετέωρα, που στριφογυρίζουνε γύρω από τ΄αυτιά κι από τα πόδια των μουλαριών, και τα τρομάζουνε.
   Το καλοκαίρι, απάνω στις κορφές της Κορδιλιέρας λαμποκοπά ο ήλιος, κι ο ουρανός είναι καταγάλανος, μα δεν μπορεί κανένας να δει τις χώρες που βρίσκονται από κάτω, γιατί τις φράζουνε τα σύννεφα, και πολλές φορές φαίνουνται αστραπές κι ακούγονται βροντές εκεί κάτω, που βρέχει σαν να γίνεται κατακλυσμός. Σ' αυτή τη βουνοσειρά υπάρχουνε παραπάνου από δεκαπέντε ηφαίστεια, που συχνά ξερνάνε φωτιά με βροντολογήματα φοβερά. Κάτι γιδόστρατες κρέμουνται στον αγέρα απάνω από την άβυσσο, κι είναι τόσο στενές σε πολλά μέρη, που δεν χωρεί να περάσει καλά-καλά ένα μουλάρι. Ποτάμια πετιούνται από παντού κι ακούγουνται να βογγομανάνε βαθιά μέσα στα φαράγγια και στις χαράδρες, χωρίς να τα βλέπει κανένας, τόσο βαθιά βρίσκουνται. Κι ο πιο δυνατόκαρδος άνθρωπος ζαλίζεται κι ανατριχιάζει το πετσί του.
   Σε τέτοια τρομερά μέρη έπεσε ο Πέτρος ο Κρητικός, ο λεγόμενος Pedro di Candia. Βουνά του άλλου κόσμου, πάγοι που δεν λιώσανε ποτέ, κρύο που έκαιγε σαν τη φωτιά, φόβος και τρόμος. Πολλοί Σπανιόλοι ήτανε ντυμένοι με τομάρια σαν αρκούδες και πάλι κρυώσανε. Πολλοί πεθάνανε. Όσοι περάσανε ζωντανοί εκείνα τα θεόχτιστα βουνά, πέσανε ύστερα σε μέρη χαμηλά, σε ρουμάνια και σε λόγγους ακόμα πιο άγριους, και τους έπνιγε μια ζεστή υγρή. Τα δέντρα και τα βάτα ήτανε μπλεγμένα σαν δίχτυ. Βροχή αιώνια τους έδερνε. Σαπίσανε μέσα στα νερά, μπερδεμένοι στις περικοκλάδες που τους τυλίγανε σαν φίδια, ζαλισμένοι από τ' αστροπελέκια κι από τα λυσσασμένα στοιχεία. Ματωμένοι από τα βάτα, με το τσεκούρι στο χέρι, κάνανε σε μια μέρα όσον δρόμο παίρνει ο άνθρωπος σε μιαν ώρα. Από ποτάμια θυμωμένα γλυτώνανε, σε πέτρες μυτερές πέφτανε, από κει βγαίνανε, σε βάλτους βουλιάζανε, γυμνοί, ψόφιοι από την πείνα. Φάγανε τ' άλογα, τις σέλες, τα χάμουρα, ρίζες των δέντρων. Καταντήσαμε σκέλεθρα, φαντάσματα.
   Καταριόντανε τον Κρητικό, και τρίζανε τα δόντια τους καταπάνω του, μα αυτός ο σκληρός άντρας τους βαστούσε γερά. Έτριζε κι αυτός τα δόντια καταπάνω στον Φερνάντο Πιζάρρο, επειδής είχε την ιδέα πως εκείνος τον έριξε σ' αυτή την εκστρατεία, με σκοπό να τον καταστρέψει, γιατί του είχανε πει πως ήθελε να τον σκοτώσει ο Κρητικός.
  Είδανε πως σίγουρα θα τους έτρωγε όλους ο Χάρος, κι αποφασίσανε να γυρίσουνε πίσω στο Κούζκο. Αφού τραβήξανε πολλά, φτάξανε τέλος πάντων.
   Όξω από το κάστρο τούς ανταμώσανε άνθρωποι του Πιζάρρου, και πιάσανε τον αράπη Μέζα, τον δέσανε κατά προσταγή   καπετάνιου τους και τού τον πήγανε, κι εκείνος τον κρέμασε, για την υποψία που είδαμε πριν. Τον Κρητικό δεν τόλμησε να τον πειράξει, αλλά του πήρε το αξίωμα και το έδωσε σ' έναν άλλον καπετάνιο, που τον λέγανε Περάντζουρο -Πέτρο-Άντζουρο- και τον έστειλε κι αυτόν για να βρει καινούργιο νταμάρι χρυσαφιού.
   Ετούτος ο δυστυχής στάθηκε ακόμα πιο άτυχος από τον Κρητικό. Έπεσε μέσα σε δάση πυκνά, που φωλιάζανε άγριοι ανθρωποφάγοι. Τούτη τη φορά, οι Σπανιόλοι δεν φάγανε μονάχα ρίζες και πετσιά, αλλά και τα κουφάρια των πεθαμένων, και μάλιστα μαχαιρωθήκανε ποιός θα πρωτοφάγει. Φάγανε και κάποιες γυναίκες που είχανε μαζί τους. Τόσο εξαγριώθηκανε οι άσπροι, που δεν ξεχωρίζανε από τους ανθρωποφάγους. Εκείνα τα φοβερά δάση ήτανε σκοτεινά σαν σπηλιές, γνόφος αιώνιος. Μήτε ήλιος, μήτε φεγγάρι δεν έριχνε μια σπλαχνικιά αχτίνα, για να ημερέψει λίγο αυτή Κόλαση. Μια ακατάπαυστη νεροποντή μούγκριζε απάνω στα φύλλα των δέντρων με τέτοια μανία, που κουφαθήκανε και φωνάζανε σαν τρελλοί και κάνανε γνεψίματα για να συνεννοηθούνε. Δεν γνωρίζανε καλά-καλά πότε ήτανε μέρα και πότε νύχτα. Οι περισσότεροι αφήσανε τα κόκκαλά τους εκεί μέσα, και κείνα λιώσανε γρήγορα σαν ήτανε να 'τανε από ζυμάρι, τέτοιος αέρας μουχλιασμένος και βρεμένος σάπιζε το κάθε τι. Όσοι γυρίσανε πίσω στο Κούζκο ήτανε σαν βρουκολάκοι. Είχανε φάγει διακόσια πενήντα άλογα, μαζί με τα τομάρια, με τις σέλες και με τα χάμουρα. Χαθήκανε παραπάνω από τέσσερες χιλιάδες σκλάβοι, σκοτωμένοι και φαγωμένοι.
   Στο μεταξύ, ο Κρητικός συλλογιζότανε με τι τρόπο θα σκότωνε τον Φερνάντο Πιζάρρο, για να εκδικηθεί τον αγαπημένο του Μέζα. Αλλά δεν πρόφταξε, γιατί ο Φερνάντος μάζεψε πολύ θησαυρό, κι έφυγε για τη Σπάνια. Τότε πήγε στον γιό τού Αλμάγκρου και μπήκε κάτω από την εξουσία του, για να εκδικηθεί τους Πιζάρρους.

   Ο Αλμάγκρος τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά, γιατί ο Κρητικός ήτανε ο πιο σπουδαίος καπετάνιος, πρώτος στα κανόνια, τεχνίτης άριστος στο να κάνει άρματα, άφοβος και πολύξερος, γιατί είχε πολεμήσει σε περισσότερους από εκατό πολέμους. Είχε στις διαταγές του Γραικούς κι Ιταλιάνους και φτιάνανε άρματα, κι από άρματα είχανε μεγάλη ανάγκη σε κείνους τούς έρημους τόπους.
   Μέσα σε λίγο καιρό έπιασε πόλεμος σκληρός ανάμεσα στους φίλους του Πιζάρρου και στον Αλμάγκρο. Ο στρατός της Λίμας πολεμούσε στ' όνομα του βασιλιά. Αντί τον πεθαμένο Πιζάρρο, διορίστηκε ο Βάγκα-Κάστρος, κι αυτός έβαλε αρχιστράτηγο τον Χολγκούιν. Από τους πιό καλούς καπετανέους που είχε στην προσταγή του, ένας ήτανε ο Περάντζουρος, κι άλλος ένας ο Φραντζέσκος Καρβαγιάλος, ο πιο θηριόψυχος απ' όσους πατήσανε στην Αμερική.
   Τον Σεπτέμβρη του 1542 ανταμώσανε τα δυο στρατεύματα και πιάσανε πόλεμο. Ο Χολγκούιν σκοτώθηκε ευθύς. Τα κανόνια του Αλμάγκρου ήτανε η ελπίδα του, και ρίχνανε βροχή μπάλες. Μα ο Καρβαγιάλος τράβηξε με τον στρατό του καταπάνω στους εχτρούς, χωρίς να λογαριάσει τη φωτιά των κανονιών.
   Ο Αλμάγκρος παρατηρεί πως το κανονιβόλισμα δεν εμπόδιζε τους εχτρούς του, και πως βαδίζανε καταπάνω του κι ολοένα ζυγώνανε, υποψιάστηκε πως ο Κρητικός εξεπίτηδες δε σημάδευε καλά και τον είχε προδώσει, αφού ήτανε ο πιο παλιός κι ο πιο έμπιστος φίλος του Πιζάρρου.
   Μάλιστα λίγες μέρες πριν, είχε βρεθεί μέσα στον στρατό του ένας Σπανιόλος, φορεμένος σαν Περουβιάνος, κι είχε απάνω του ένα γράμμα για τον Κρητικό που έγραφε πως θα του δίνανε πολλά χρήματα, αν έκανε αχρείαστα τα κανόνια του Αλμάγκρου. Σαν το βλέπει λοιπόν τώρα αυτό ο Αλμάγκρος, σπειρουνίζει τ' άλογό του πλησιάζει τον Κρητικό φωνάζοντας: "Γραικέ προδότη, ανάθεμά σε!" χτυπώντας τον με το σπαθί. Ο Κρητικός έπεσε χάμω και ξερνούσε αίμα.
   Ο Αλμάγκρος πήδηξε από τ' άλογο κι έπεσε απάνω στην κάννα ενός κανονιού, για να το γείρει προς τα κάτω... Στο μεταξύ ο Κρητικός είχε ξεψυχήσει.
   Σε λίγο ήρθανε στα χέρια τα δυο στρατεύματα, φούντωσε ο σκοτωμός, κι ο Χάρος δεν ήξερε που να πρωτοφτάξει. Ο Αλμάγκρος πολέμησε σαν λέοντας, μα δεν μπόρεσε ν' αλλάξει το γραφτό του, και πιάστηκε σκλάβος. Είχε σταθεί ατρόμητος ως την τελευταία του αναπνοή. Τον αποκεφαλίσανε στο ίδιο μέρος που είχανε πριν χρόνια σφάξει τον πατέρα του οι Πιζάρροι.
   Τέτοιο ήτανε το τέλος του Πέτρου Κρητικού, που στάθηκε ένας από τους δεκατρείς αντρειωμένους που είχανε απομείνει μαζί με τον Φραντζέσκο Πιζάρρο, ο πρώτος άνθρωπος που είδε με τα μάτια του τον θησαυρό του Ήλιου, που τον είχε ακουστά ο κόσμος και τον νόμιζε για παραμύθι.
   Η Κρήτη, που γέννησε τόσους μεγάλους άντρες, γέννησε και τον Πέτρο. Μπορεί να παρασταθεί σαν καινούργιος Θησέας, που μπήκε μέσα στον σκοτεινό λαβύρινθο κι ηύρε το θυσιαστήριο που λατρεύανε τον Ήλιο. Ξεσκέπασε την κρυφή φλέβα του χρυσαφιού, κι έκανε μεγάλο κακό, γιατί οι άνθρωποι πέσανε σαν τρελλοί για να πιούνε από κείνη τη χρυσή βρύση του διαβόλου. Μα ο Χάρος τους έγραψε όλους στο βιβλίο του. Ο ίδιος ο Πέτρος δεν εβγήκε από τον λαβύρινθο. Τον έφαγε ο Μινώταυρος.
   Μέσα στην παλιά μητρόπολη της Λίμας υπάρχει ο τάφος του Φραντζέσκου Πιζάρρου. Απάνω στη σαρκοφάγο είναι ξαπλωμένο ένα λιοντάρι. Στη μια μπάντα είναι γραμμένα με χρυσά γράμματα τα ονόματα των δεκατριών παλληκαριών που ακολουθήσανε τον Πιζάρρο. Ανάμεσα σ' αυτά και του Πέτρου Κρητικού.
   Τ' όνομά του ξεχάστηκε ολότελα ανάμεσα στους ξακουσμένους συντρόφους του. Ύστερ' από τετρακόσια χρόνια το βρήκα εγώ, ένας πατριώτης του, σαν λιθάρι που κείτεται, μέσα στα χορτάρια, ανακατεμένο με κολόνες σπασμένες, με κολονοκέφαλα χορταριασμένα και με αγάλματα πεσμένα μπρούμυτα. Το πήρα στα χέρια μου κι είδα πως τα σκαλίσματα του ήτανε σβησμένα από τις βροχές, τόσο, που δεν ξεχώριζε από ένα ξερολίθαρο του βουνού. Κι επειδής αγαπώ κάθε πράγμα που έχει σβήσει από τη θύμηση των ανθρώπων, συνταίριαξα με κόπο την ιστορία του στη δοξασμένη γλώσσα που μιλούσε, να τη διαβάζουνε οι πατριώτες του σαν αληθινό παραμύθι.
_______________________________________________________
Φώτης Κόντογλου, "Αδάμαστες Ψυχές" εκδόσεις 'Αγκυρα


* Μπράσκες, Μεγάλοι βάτραχοι, αποκρουστικοί στην εμφάνιση.

* Αρκεμπούζι, Καννοτούφεκο.

* Βιρακόχας, Έτσι λέγανε τον Ήλιο.

* Ιδαλγός, Το μέλος της ισπανικής ή πορτογαλικής αριστοκρατίας. Στη λαϊκή χρήση, ο όρος hidalgo αφορά έναν ευγενή χωρίς κληρονομικό τίτλο. Στην πράξη, οι ιδαλγοί εξαιρέθηκαν από την καταβολή φόρων, αν και κατείχαν ελάχιστα ακίνητα.

  Ουτοπία   

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.