Πριν πετάξουμε "βιλάγια",* *σχοινιά που δένουν το πλοία
καρτεράει,
[για τα πληρωμένα χάδια.
η που@@@να στη προβλήτα,
και πρωτόμπαρκος σαν μπήκα
στο καράβι,
[οι παλιοί, οι πωρωμένοι,
οι ναύτες οι ξεμπουρδελιασμένοι,
μου λεν'... "μικρέ θ' ακολουθήσεις,
θες δε θες θα τη γ@@@@εις,
ότ' είσαι μάγκας ν' αποδείξεις,
και βλεννόρροια αν κολλήσεις,
θάναι το παράσημό σου !
όπως και τον ρομαντισμό σου,
τους άφησες,
[στου Πειραιά τον ντόκο,
κι άκου δω,
[μούπαν, ρε στόκο,
στο γραφείο που υπογράφεις,
πως θέλεις στο καράβι νάρθεις,
η τζίφρα σου ίσον καταδίκη,
και τη ζωή σου υποθήκη,
εκεί τη βάζεις εσύ για πάντα.
Θα κοιμηθείς,
σε λαμαρίνα κι ενίοτε σε μπράντα.
Της βαπορέτας το θολό,
[θα πιείς πολλές φορές νερό,
τύπους θα συναναστραφείς,
[που δεν θα έχουν όσιο και ιερό.
Θα τρως και βόδι τριάντα χρόνια κατεψυγμένο,
[αφού όργωσε τη μισή Αργεντινή.
Μη νομίζεις ότι τούτο είναι δική μου υπερβολή,
ο λωποδυτο-σιψάντης από τη αγορά θα φέρει,
[ότι πιο σκάρτο βρει !
Το ματσακόνι θα είναι η μουσική σου,
που με τα χρόνια, αλλοίμονο,
[θ' αποζητά τ' αυτί σου,
και στα λιμάνια σαν το καράβι θα είν' δεμένο,
χωρίς συμμετοχή στα δρώμενα,
[ένα γραμμάτιο θα νιώθεις ξοφλημένο
κι ακόμη....
[της "κοινωνίας" το φτυσμένο.
Σε κάθε χώρα, και σε κάθε που θα πηγαίνεις πόρτο,
η ζωή, θα λες, είναι των άλλων ρε γαμώτο,
γιατί θα τη βλέπεις δίπλα σου,
[μα στην ουσία θα είσαι μακριά,
καθώς θα είσαι "ο ξένος",
[αόρατος απ' όλους εκεί στην ξενιτειά,
και τη μοναξιά σου θ' ανακουφίζεις,
[ίσως με περιθωριακό κάποτε τρόπο,
είτε ρομαντζάροντας με τις που@@@νες,
[είτε πίνοντας το χόρτο.
Για το δεύτερο τι να σου πω τι να μου πεις,
παιδί δεν είσαι,
[με "παραμύθα" δεν βοηθήθηκε κανείς
και μην περιμένεις ότι θα κάνει εξαίρεση σε σένα.
αντίθετα θα βλαστημήσεις κάποτε,
[της μάνας σου τη γέννα.
Πρόβλημα όμως δεν θάναι αν...
[βιζιτούδες και αρτίστες στα "φάνε" όλα.
Καθόλου δεν θα καταλάβεις, το πως θα φας τη φόλα,
καθώς πολλές σαν μιξο-πάρθενες θα σε σαγηνέψουν,
έρωτα θα σου πουλήσουν και θα σε κολακέψουν,
κι εύκολα ίσως θα τσιμπήσεις
[απ' το καράβι σαν θα βγείς,
καθώς θα είσαι από το μπότζι ζαλισμένος,
[αφού για μέρες θα ταρακουνηθείς,
χαρμανιασμένος, γιατί γυναίκες ίσως για μήνες...
[μόνο θα τις ονειρευτείς,
αν προσθέσεις και την κλεισούρα, τελικά,
[ίσως και ν' αποβλακωθείς !"
Ένα παράδειγμα εδώ σου βάνω
πούν' σχετικό με τα πιο πάνω...
Φτάσαμε κάποτε με το καράβι Βενεζουέλα,
γραμμή οι ναύτες... πάμε μπουρδέλα.
Σαν αίθουσες είναι... θα τις έλεγες και σάλες
γεμάτες με γυναίκες, μικρές μα και μεγάλες,
που όλες σου λεν'... "σε μένα έλα",
[σου μοιάζουν λίγο Πορτογάλες,
αν θές τις κάνεις και για Σπανιόλες,
και θα ξεχωρίζεις γερό-τσατσάδες, μέσα σε όλες,
με λεκάνες,
[απόμαχες απ' τη δύσκολη του "έρωτα δουλειά",
πού όταν δεν έχουν ζήτηση, απενεργοποιούνται πιά.
Σπανιόλικοι ρυθμοί ακούγονται και ήχοι
και καμαράκια κρύβουνε, πίσω τους τοίχοι.
Οι πόρνες υπονοούμενα και προστυχιές πετάνε,
την προσοχή σου καλά και ντε για να τραβάνε.
Η κάθε μιά θέλει σ' αυτήν να τ' ακουμπήσεις,
[κι εκείνη να διαλέξεις,
μαζί της, στον αγοραίο έρωτα εσύ να ταξιδέψεις.
Μισοκρυμμένοι σκληροί νταβάδες
χειρονομούν βρίζοντας
[ακόμα και τις τσατσάδες
τα ίδια ακούει η "γυναίκα" την δικιά τους,
κι άμα λάχει δείχνουν κι αλλιώς τον τσαμπουκάς τους.
Θαμώνας τακτικός κι εγώ 'κει πέρα,
μην νομίζεις πως δεν ήμουν κι εγώ λέρα,
πήγαινα όπου... πήγαινε,
[του τσούρμου πάντα το κύμα,
λες κι ήμουνα των παλιών ναυτών το χτήμα.
Κάποιοι πέφτανε και στην παραμύθα
μα εγώ ούτε καν δοκίμασα...
[μα την αλήθεια.
Όχι πως είμαι αθώο παπαδάκι,
χέστης ήμουνα από μικρό παιδάκι,
και μόνο η ιδέα πως θα το "μάθω",
και η ζωή μου θα πάει στον πάτο,
τελείως μούκοβε τα ποδάρια....
Δεν θάπαιζα με της παραίσθησης
[τα σημαδεμένα ζάρια.
Το ένστικτό μου έλεγε...
[πως πόνο,
κι αυτό φοβόμουν μόνο
θα προξενούσα στους δικούς μου,
(νοοτροπίες του καιρού μου)
κι έτσι αποφάσισα,
["απ' αυτά", μη πάρω ούτε χάπι...
Στον "ντέ τέ"* που λένε κάποιοι *En temps de technologie
τον χρόνο...
[άφηνα, τέτοιες μυστικο-παρέες,
κι ας μου ψιθύριζαν πως είν' ωραίες,
μοναδικές, οι στιγμές της "παραμύθας"....
Εκείνη λοιπόν τη μέρα εξόδου,
[σε κατάσταση ήταν σκνίπας
και πλακωθήκαν, πέσαν φάπες
στην αίθουσα που λέγαμε,
[δυό από δαύτες.
Ο νταβάς που ήταν στη τσίτα,
βέβαια και τούτος πίτα
ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα
σε μια απ' τις δυό, μια κοκαλιάρα,
και κείνη "υποτάχτηκε" η δόλια.
Αγαθιάρης εγώ... απ’ τα Σεπόλια
"μα γιατί..." τους γύρω μου ρωτούσα...
Με φόβο και δέος όλα αυτά κοιτούσα
κι ένιωθα της ζωής την αγριάδα,
που νωρίς ξεκίνησε
[απ' του Περάματος τη ράδα,* *αγκυροβόλιο
σαν πρωτοβγήκα με τα καράβια περατζάδα
κι όπως κυλάγανε τα χρόνια,
[αυτή, γινόνταν
και πιο απαίσια,
[καθώς σιγά σιγά μου αποκαλυπτόταν
όλη η ασχήμια αυτού του κόσμου.
Στράφηκα σ' Αυτόν και είπα...
["Δύναμη Θεέ μου, δώσ’ μου".
[βιζιτούδες και αρτίστες στα "φάνε" όλα.
Καθόλου δεν θα καταλάβεις, το πως θα φας τη φόλα,
καθώς πολλές σαν μιξο-πάρθενες θα σε σαγηνέψουν,
έρωτα θα σου πουλήσουν και θα σε κολακέψουν,
κι εύκολα ίσως θα τσιμπήσεις
[απ' το καράβι σαν θα βγείς,
καθώς θα είσαι από το μπότζι ζαλισμένος,
[αφού για μέρες θα ταρακουνηθείς,
χαρμανιασμένος, γιατί γυναίκες ίσως για μήνες...
[μόνο θα τις ονειρευτείς,
αν προσθέσεις και την κλεισούρα, τελικά,
[ίσως και ν' αποβλακωθείς !"
Ένα παράδειγμα εδώ σου βάνω
πούν' σχετικό με τα πιο πάνω...
Φτάσαμε κάποτε με το καράβι Βενεζουέλα,
γραμμή οι ναύτες... πάμε μπουρδέλα.
Σαν αίθουσες είναι... θα τις έλεγες και σάλες
γεμάτες με γυναίκες, μικρές μα και μεγάλες,
που όλες σου λεν'... "σε μένα έλα",
[σου μοιάζουν λίγο Πορτογάλες,
αν θές τις κάνεις και για Σπανιόλες,
και θα ξεχωρίζεις γερό-τσατσάδες, μέσα σε όλες,
με λεκάνες,
[απόμαχες απ' τη δύσκολη του "έρωτα δουλειά",
πού όταν δεν έχουν ζήτηση, απενεργοποιούνται πιά.
Σπανιόλικοι ρυθμοί ακούγονται και ήχοι
και καμαράκια κρύβουνε, πίσω τους τοίχοι.
Οι πόρνες υπονοούμενα και προστυχιές πετάνε,
την προσοχή σου καλά και ντε για να τραβάνε.
Η κάθε μιά θέλει σ' αυτήν να τ' ακουμπήσεις,
[κι εκείνη να διαλέξεις,
μαζί της, στον αγοραίο έρωτα εσύ να ταξιδέψεις.
Μισοκρυμμένοι σκληροί νταβάδες
χειρονομούν βρίζοντας
[ακόμα και τις τσατσάδες
τα ίδια ακούει η "γυναίκα" την δικιά τους,
κι άμα λάχει δείχνουν κι αλλιώς τον τσαμπουκάς τους.
Θαμώνας τακτικός κι εγώ 'κει πέρα,
μην νομίζεις πως δεν ήμουν κι εγώ λέρα,
πήγαινα όπου... πήγαινε,
[του τσούρμου πάντα το κύμα,
λες κι ήμουνα των παλιών ναυτών το χτήμα.
Κάποιοι πέφτανε και στην παραμύθα
μα εγώ ούτε καν δοκίμασα...
[μα την αλήθεια.
Όχι πως είμαι αθώο παπαδάκι,
χέστης ήμουνα από μικρό παιδάκι,
και μόνο η ιδέα πως θα το "μάθω",
και η ζωή μου θα πάει στον πάτο,
τελείως μούκοβε τα ποδάρια....
Δεν θάπαιζα με της παραίσθησης
[τα σημαδεμένα ζάρια.
Το ένστικτό μου έλεγε...
[πως πόνο,
κι αυτό φοβόμουν μόνο
θα προξενούσα στους δικούς μου,
(νοοτροπίες του καιρού μου)
κι έτσι αποφάσισα,
["απ' αυτά", μη πάρω ούτε χάπι...
Στον "ντέ τέ"* που λένε κάποιοι *En temps de technologie
τον χρόνο...
[άφηνα, τέτοιες μυστικο-παρέες,
κι ας μου ψιθύριζαν πως είν' ωραίες,
μοναδικές, οι στιγμές της "παραμύθας"....
Εκείνη λοιπόν τη μέρα εξόδου,
[σε κατάσταση ήταν σκνίπας
και πλακωθήκαν, πέσαν φάπες
στην αίθουσα που λέγαμε,
[δυό από δαύτες.
Ο νταβάς που ήταν στη τσίτα,
βέβαια και τούτος πίτα
ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα
σε μια απ' τις δυό, μια κοκαλιάρα,
και κείνη "υποτάχτηκε" η δόλια.
Αγαθιάρης εγώ... απ’ τα Σεπόλια
"μα γιατί..." τους γύρω μου ρωτούσα...
Με φόβο και δέος όλα αυτά κοιτούσα
κι ένιωθα της ζωής την αγριάδα,
που νωρίς ξεκίνησε
[απ' του Περάματος τη ράδα,* *αγκυροβόλιο
σαν πρωτοβγήκα με τα καράβια περατζάδα
κι όπως κυλάγανε τα χρόνια,
[αυτή, γινόνταν
και πιο απαίσια,
[καθώς σιγά σιγά μου αποκαλυπτόταν
όλη η ασχήμια αυτού του κόσμου.
Στράφηκα σ' Αυτόν και είπα...
["Δύναμη Θεέ μου, δώσ’ μου".
_________________________________________________
Από το βιβλίο "Σπασμένος κάβος", βιωματικό έμμετρο έργο
του Οδυσσέα Ηβιλάγια No 25 / e-mail: od.heavilayias@yahoo.com /
του Οδυσσέα Ηβιλάγια No 25 / e-mail: od.heavilayias@yahoo.com /
Επιμέλεια - προσαρμογή κειμένων Cathy Rapakoulia Mataraga
_________________________________________________________
Ουτοπία
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.