Τί όνειρο ! Τί ζωντανό !
Στο άλμπουρο το μπροστινό
ήμουν πάν’ στη γαλέττα,* *εκεί που τελειώνει το κατάρτι
κι εφώναξ' ο λοστρόμος:
"Νέτααααα !"*. *τέλος εργασίας
Τότε μαϊνάρισα το "πόντο..* *κατέβασα με σκοινί το δοχείο μπογιάς
Έφτασε η μπογιά στον πόντο
να βάψω πάνω στο κατάρτι.
Τώρα, το ρίχνω στο ραχάτι,
σε κείνη την επάνω άκρη,
με τους γαλάζιους ουρανούς,
με των απόνερων αφρούς,
με την παρέα των γλάρων,
μ' αναλαμπές των φάρων,
με φόβο που σαν σουρουπώνει
μες τις καρδιές ναυτών απλώνει,
που ξέρουν ότι στα τυφλά
πάλι θα πλέουμε ξανά...
Ήτανε το πενηνταενιά,
και το ταξίδι τη νυχτιά
ήτανε σα μιά ζαριά.
Είδος ήταν πολυτελείας
της δικής μας ναυτιλίας,
το ραντάρ και τα μοντέρνα
όργανα, που εμείς κανένα
δεν είχαμε για δεκαετίες,
Άστα, αγρίων ιστορίες....
Σαν ξύπνησα απ' το όνειρό μου...
βρισκόμουνα... στο σπιτικό μου !
Διηγώντας το στη σύντροφό μου
μούπε, κακό... κάνω δικό μου,
και πρέπει αυτά να τα ξεχάσω...
τη θάλασσα να ξεπεράσω
Της είχα υποσχεθεί, παλιά,
να μη μιλώ πλέον για αυτά.
Δικαιολογήθηκα απλά:
"Θυμάσαι που σου είχα πει
μια ρήση Αριστοτέλη...
πως όποιος στη θάλασσα βραχεί
μένει θέλει δε θέλει ?"
Από το βιβλίο "Σπασμένος κάβος". αυτοβιογραφικό έμμετρο έργο
του Οδυσσέα Ηβιλάγια σελίδa 99 e-mail: od.heavilayias@yahoo.com /
Επιμέλεια - προσαρμογή κειμένων Cathy Rapakoulia Mataraga
Perasma
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.