Ένα διήγημα της Σταυρούλας Σκαλίδη
Πουλάω τσάντες "Pendi" και "Cucci". Για την κουτσή Μαρία, κατά πώς λένε εδώ στο Ελλάντα.
"Beautiful Maria of my soul" παίζει ο διπλανός μου με την κιθάρα και τη γαϊδουρινή φωνή. Δεν θα βγάλει σιντί ποτέ, μόνο δίσκο βγάζει κάθε μέρα στους κακόμοιρους τους περαστικούς, που τον ακούν και του ρίχνουν ψιλά για να σωπάσει.
Είμαι ψηλός, λιγνός, με κατσαρά χειλάκια όπως άκουσα ένα κοριτσάκι να λέει στη μαμά του για μένα, στο δρόμο- σγουρά μαλλιά πολύ κοντά κομμένα, δύο μάτια φεγγάρια, γεμάτες σκούρες χάντρες με λίγο ασπράδι στην άκρη, που το φοβούνται γύρω μου οι λευκοί τη νύχτα, μαζί με τα ολόασπρα δόντια μου. Γι αυτό δεν χαμογελάω τα βράδια. Όχι μόνο γι αυτό.
Είμαι μαυρούλης, ντε, όπως οι άλλοι δεν είναι, αν και τα καλοκαίρια ξεροψήνονται στον ήλιο για να μου μοιάσουν. Είμαι γρήγορος και δυνατός, να κουβαλάω το πανί με τις τσάντες μου που το κάνω τσουβάλι. Και τρέχω.
Λες κι εγώ δεν φοβάμαι απ' αυτούς που είναι τόσο άσπροι από την κορφή μέχρι τα νύχια. Κάποιοι από κείνους κάποτε με κυνηγούν Πολιτσία. Και παίρνω τον μπόγο στην πλάτη. Και τρέχω. Μέχρι να φύγουν. Στήνω την πραμάτεια μου στο δρόμο κι αυτοί πάλι περνούν, αγοράζουν, κοιτούν, πληρώνουν, δεν πληρώνουν καμιά φορά και τρέχω. Εγώ, όχι αυτοί. Οπότε παζαρεύω τις τσάντες με τα κορίτσια, τους γελάω με τα μάτια μου, σουφρώνω τα τεράστια χείλη μου με νάζι, απ' την πατρίδα κι εκείνες όλο θέλουν να αγοράζουν. Πεεεέντε ευρώ! Δεέκα ευρώ! Πααάρε, πααάρε, πααάρε!
Είμαι αδύνατος από φυσικού μου, αλλά δεν τρώω και πολύ για να μου μένουν λεφτά και να μένω μόνος μου. Κοιμάμαι σ΄ένα μονό τριμμένο στρώμα, στο πάτωμα. Έχω ένα γκάζι και μαγειρεύω τα φαγητά από την πατρίδα μου. Ένα παλιό μικρό ψυγείο και μια ξεχαρβαλωμένη τηλεόραση. Ακόμα δεν έχω δορυφορικό πιάτο. Το κορίτσι, η Φελίσα, από το απέναντι δεύτερο υπόγειο, τον τελευταίο καιρό όλο με κοιτάει, με χαιρετάει και κάτι βράδια που φυρίζω κουρασμένος, με περιμένει να μου δώσει ένα πιάτο φαΐ. μπιζέλια. Τ' αγαπημένα της. Έγιναν και δικά μου. Κοκκινιστά. Με φρέσκια ντομάτα και πιπέρι μπόλικο. Οπότε έχει φαΐ. Κι εκείνη κοιμάται στο πάτωμα: πολλά χαλιά μαζί, από κείνα που πουλάει σε λαϊκές, σε δρόμους και πανηγύρια, φτιάχνουν ένα κρεββάτι...
Γι αντάλλαγμα έχω ονειρευτεί να της χαρίσω ένα στρώμα. Ολόδικό της. Τότε θα της ζητήσω να το μοιραστούμε. Τότε. Με αγωνία ψάχνω με το βλέμμα μου τους δρόμους, μπας και το δω. Το δικό μας στρώμα. Από τα σκουπίδια. Ένα διπλό. Κάπως καινούργιο το θέλω. Αλλά μην έχω απαιτήσεις. Μόνο κατουρημένο να μην είναι από πεθαμένες πια γιαγιάδες, που αδειάζουν τα σπίτια τους και τα πετούν. Και μυρίζουν γεροντίλα και θάνατο.
Ας είναι από κανένα ζευγάρι που χώρισε ξαφνικά, γιατί κάποιος απάτησε τον άλλον, κι ο άλλος θέλει να βάλει φωτιά στο στρώμα και το πετάει έξω στον τενεκέ, τελικά, με αηδία. Και την ώρα που το αφήνει απάνω στο πεζοδρόμιο, πριν λερωθεί, τρέχω εγώ που περνάω τυχαία, ο Φατίχ, ο μόνος που το βλέπει και το ποθεί τόσο και το προλαβαίνω. Τηλεφωνάω στον Ακίν, το φίλο μου από την πατρίδα, να βγει έξω να με βοηθήσει και το κουβαλάμε μαζί στην γκαρσονιέρα μου. Και γελάμε γουργουριστά όσο τραβάμε να το κατεβάσουμε στο υπόγειο. Γελάμε.
Και τότε, μόλις το διπλό στρώμα γίνει δικό μου και νιώθω πρίγκιπας απ' τη χαρά μου, θα φωνάξω την αγαπημένη μου, θα της κλείσω τα μάτια με την παλάμη πριν μπούμε στο δωμάτιο μου για να της κάνω έκπληξη και θα ξαπλώσουμε μαζί για πάντα. Εκείνη θα μου μαγειρεύει μπιζέλια και θα είναι η πριγκίπισσά μου. Αργότερα, θα βρούμε κι ένα στρώμα μικρό απ' τα σκουπίδια να ξαπλώνει το παιδί μας. Αχ, το καλύτερο μου όνειρο σημαίνει στρώματα. Αυτά επιθυμώ. Γι αυτά αντέχω ακόμα. Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι να βρίσκω τα καινούργια στρώματα, πεταρίζει η ψυχή μου από χαρά, γιατί θα είμαι πια ο πρίγκιπας των μπιζελιών. Κάτι βράδια με κρύο, που σέρνω τα βήματα μου στο δρόμο και η ανάσα μου είναι ένα ζεστό σύννεφο που προχωράει μπροστά μου, σκέφτομαι ότι στρώμα της Φελίσα...
___________________
Σταυρούλα Σκαλίδη
Utopia
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.