Κίνα
Νίκος Καζαντζάκης
Βροχερό πρωινό, γκρίζο ουρανοθάλασσο, γλάροι πεινασμένοι ζυγιάζουνταν απάνω από το κεφάλι μας. Μακριά πολύ, μέσα στο θολό αποβροχάρικο φως γυάλιζαν
τ' ανοιξιάτικα χωράφια, όλο σμαράγδι. "Η Κίνα... Η Κίνα..." συλλογιούμουν κι η καρδιά μου χτυπούσε.
Ο φίλος μου ο Λιάν-Κε με γαλάζια μεταξωτή ρόμπα, με στρογγυλό μανταρίνικο σκουφί, με τ' ατλαζένια μαύρα πασουμάκια, στεκόταν δίπλα μου, στην πλώρα του βαποριού, και κοιτάζαμε μαζί τ' αμμουδερά ακρογιάλια της Κίνας να ζυγώνουν.
Κινέζικα καΐκια με φαρδιές ανασηκωμένες πρύμνες, πράσινες, κόκκινες, με δράκους σκαλισμένους στην πλώρα και κίτρινα ανθρωπάκια που ανεβοκατέβαιναν στα σχοινιά και σκλήριζαν.
Μια ψαρόβαρκα, με αλλόκοτη τόλμη, πέρασε ξυστά δίπλα στο βαπόρι. Δύο κινέζοι όρθιοι περέχυναν με θάλασσα το τεντωμένο πανί, κι ένας άλλος κάθουνταν διπλογόνατος και κρατούσε σφιχτά το τιμόνι. Μια στιγμή άστραψαν τα δόντια τους ολάσπρα, και πάλι αφανίστηκαν μέσα στο κύμα.
Μόλις που πρόλαβα να δω το δράκο της πλώρας -μαύρος με πορτοκαλιές ρίγες, με ανοιχτά σαγόνια, απ' όπου τινάζουνταν η γλώσσα του διχαλωτή σα φλόγα. Και τα γουρλωμένα κόκκινα μάτια του κοίταζαν τα λασπερά νερά και φοβέριζαν τα κακά πνέματα της τρικυμίας.
Ο φίλος μου ο Λιάν-Κε έτριβε στα λιγνά του δάχτυλα μια ρώγα κεχριμπάρι και τα λοξά του μάτια γελούσαν. Συχνά τον είχα δει στο βαπόρι να βυθίζει το χέρι του σ' ένα βάζο νερό και να χαδεύει σιγά σιγά το κεχριμπάρι.
"Έτσι, μου έλεγε, μπορεί να διατηρήσει η επιδερμίδα των δαχτυλιών μας την ευαισθησία της. Και ξέρετε πόσο είναι αυτό χρήσιμο στη ζωή: ο έρωτας, τ' αγάλματα, τα φρούτα, τα πολύτιμα ξύλα, τα μεταξωτά υφάσματα θέλουν λεπτήν επιδερμίδα. Κι οι ιδέες ακόμα!"
Τώρα πάλι ακούστηκε η φωνή του γλυκιά, χαμηλή, με ανάλαφρη ειρωνεία:
- Φτάνετε πια στο Ουράνιο, καθώς λένε, Βασίλειο, που είναι καμωμένο από τη λάσπη που κατεβάζουν οι ποταμοί κι από τη στάχτη -τις τρίχες, τα μυαλά, τα κρέατα- των προγόνων. Τι άραγε θα καταλάβετε;
- Δεν έρχουμαι να καταλάβω, αποκρίθηκα πειραγμένος λίγο από τον κοροϊδευτικό και κουρασμένο τόνο της φωνής του γέρου φίνου Κινέζου. Έρχουμαι για να χορτάσω τις πέντε μου αίστησες. Δεν είμαι κοινωνιολόγος -δόξα σοι ο Θεός!- μήτε φιλόσοφος μήτε τουρίστας.
- Τι είστε λοιπόν;
- Οι αρχαίοι Έλληνες -ας πούμε με νεοελληνικό θράσος: οι πρόγονοί μου- έλεγαν πως η ψυχή είναι "συγγυμνασία πασών των αισθήσεων". Είμαι μια τέτοια ψυχή. Ένα ζώο εφήμερο, με πέντε πλοκάμους, που χαδεύει τον κόσμο. Εχτελώ το χρέος τούτο όσο μπορώ καλύτερα, κι έτσι δεν φοβούμαι μήτε την ειρωνεία μήτε την απογοήτεψη. Η Κίνα για μένα είναι ένα καινούργιο λιβάδι όπου θα βοσκήσουν οι πέντε μου αίστησες.
Ο φίνος Κινέζος μυρίστηκε το σβώλο το κεχριμπάρι και χαμογέλασε:
- Είδατε, μου είπε παραστρατίζοντας την κουβέντα, πως μυρίζει το κεχριμπάρι άμα το τρίψεις; Και μου φαίνεται, τα δάχτυλα μου βγάζουν σπίθες...
Σωπάσαμε. Ο ήλιος είχε λίγο ψηλώσει, τα περιγιάλια της Κίνας σημαδεύουνταν τώρα καθαρά, τα πρώτα σπιτάκια άρχισαν πια ανάρια να ξεχωρίζουν, λάσπη απάνω στη λάσπη.
Πίσω μακριά, μάντευες όλο το απέραντο σώμα της Κίνας. Τις ατελείωτες λασπερές πεδιάδες του Κουάν-Σι, του Χου-Ναν, του Σε-Τουάν και την απέραντη "Κινέζική Πεδιάδα", που έχει χίλια χιλιόμετρα μάκρος και πεντακόσια χιλιόμετρα πλάτος και θρέφει διακόσια πενήντα εκατομμύρια ψυχές.
Τα βουνά όλο κι ανεβαίνουν σκαλωτά, σηκώνεται το έδαφος της Κίνας όσο προχωράς δυτικά κι αποκορυφώνεται στο μυστηριακό Θιβέτ και στα αιώνια χιονοσκέπαστα Ιμαλάια.
Κι ανάμεσα στα βουνά κυλούν οι μεγάλοι ποταμοί:
ο Κίτρινος, ο Γαλάζιος, ο Σι-Γιαγκ. Κι απάνω ψηλά, στο βορρά, ένας βράχος με τρεις χιλιάδες τριακόσια χιλιόμετρα μάκρος, με οχτώ και δέκα μέτρα ύψος, φρουράει τα σύνορα. Τα κινέζικα τείχη το μόνο ανθρώπινο έργο που είναι ορατό από τη σελήνη.
Και μέσα στο απέραντο τούτο κίτρινο αλώνι μερμηγκιάζουν πάνω από 500 εκατομμύρια κορμιά: κουλήδες, μανταρίνοι, έμποροι, ψαράδες, χωριάτες. Άλλοι με κοτσίδες, άλλοι με ξουρισμένο κεφάλι. Οι βορινοί, αψηλοί, καλοδεμένοι, με άγριο μογγόλικο αίμα, οι νότιοι, αρρωστιάρηδες, λιανοκόκαλοι, αδιάντροποι και γοργοκίνητοι σα μαϊμούδες.
Αυτοκρατορία, δημοκρατία, κομμουνισμός; Χάος. Οι στρατηγοί πουλιούνται κι αγοράζονται, μετατοπίζουνται από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και παίρνουν πίσω τους, πολύχρωμη ουρά, τα πεινασμένα, κουρελιάρικα μπουλούκια. Όποιος δώσει τα πιο πολλά! Γιεν γιαπωνέζικα, λίρες εγγλέζικες, δολάρια, ρούβλια. Πατρίδα δεν υπάρχει, μήτε μια ράτσα, μήτε μια γλώσσα, μήτε μια θρησκεία. Πανσπερμία.
Κι ο κάθε Κινέζος έχει μέσα στο κίτρινο στήθος του πλήθος ψυχές. Βαρβαρότητα και ραφιναρισμένη παρακμή, γεροντικό ξεμώραμα και πρωτόγονη τραχύτητα, αθεΐα και μυστηριώδεις πολύπλοκες θρησκευτικές έγνοιες, απάθεια στωική, και ξάφνου ασυγκράτητη μανία, βρώμα αβάσταχτη και δίπλα γιασεμί και ρόδο...
Τα χείλη αφρίζουν από τη λύσσα, και ξάφνου περνάει ένας γέρος μανταρίνος και το πρόσωπο του λάμπει όλο φινέτσα, και νιώθεις πως ο Κινέζος τούτος ξεπέρασε όλες τις κραυγές και τα γέλια κι απόμεινε μονάχα στα χείλη του το ξαθέρι της ζωής, το χαμόγελο, το ανώτατο λουλούδι της σοφίας...
Το πιο μεγαλοφάνταστο σκουλήκι της γης, ο μεταξωσκούληκας, αυτός είναι το αληθινό σύμβολο της Κίνας: σούρνεται απάνω στα φύλλα της μουριάς όλο κοιλιά και στόμα, τρώει, λερώνει, ξανατρώει -ένας ταπεινός, βρωμερός σωλήνας με δύο τρύπες.
Κι άξαφνα όλο το φαΐ γίνεται μετάξι, το άθλιο σκουλήκι τυλίγεται μέσα στα πλούτη της φαντασίας του και πετάει, με τον καιρό, δυο άσπρες όλο χνούδι φτερούγες.
Δεν υπάρχει πολιτισμός με τόση ποίηση κι ευαισθησία σαν τον κινέζικο. Ποτέ άνθρωπος δε λύτρωσε από τη λάσπη τόσο τέλεια το πνέμα όσο ο Κινέζος. με ποια μέθοδο; Με την πιο σίγουρη: "Ακολουθώντας, όπως λέει ένας Κινέζος σοφός, το ρυθμό των πραγμάτων."
Όλα εδώ αγιάζουνται. Γιατί όλα προέχουνται από το πνέμα, περνούν από την πιο πιπαρή κι ακατανόμαστη ύλη κι επιστρέφουν στο πνέμα.
Η δύναμη του Ταό, της αρχέγονης θείας ουσίας, είναι παντού κι αγιάζει τα πάντα.
Ένας ρώτησε μια μέρα το μεγάλο σοφό Τσουάγκ:
- "Μα που βρίσκεται λοιπόν αυτό που ονομάζεις Ταό;
- Δεν τίποτα όπου μέσα του να μη βρίσκεται.
- Πες μου ορισμένως που!
- Να, βρίσκεται μέσα σε τούτο το μερμήγκι.
- Πιο χαμηλά ακόμα;
- Να, μέσα στο χορτάρι τούτο.
- Πιο χαμηλά! Πιο χαμηλά!
- Να, μέσα στην κόπρο του ανθρώπου!"
Πεκίνο
Είναι άραγε το Πεκίνο η ωραιότερη πολιτεία που είδα στον κόσμο, ή μήπως καλόβολη η στιγμή που το αντίκρυσαν για πρώτη φορά τα μάτια μου;
Ήταν δειλινό, κι από μακριά, απάνω στην απέραντη κουρνιαχτωμένη πεδιάδα, έλαμψαν ξαφνικά τα φουμισμένα μουράγια που φρουρούν τις τρεις, τη μια μέσα στην άλλη, πολιτείες του Πεκίνου -την κινέζικη, την τατάρικη και την αυτοκρατορική.
Κυκλώπεια τείχη, τριάντα τρία χιλιόμετρα περιφέρεια, δεκατέσσερα μέτρα ύψος, είκοσι μέτρα φάρδος στη ρίζα και δεκαέξι στην κορυφή.
Πύργοι μισογκρεμισμένοι, καστρόπορτες τρεις πατωσιές, με στέγες ανασηκωμένες στις άκρες, με ταύρινα κεφάλια στην κάθε γωνιά, για να διώχνουν από την άγια πολιτεία, με τα προύτζινα κέρατα τους, τα πονηρά πνέματα.
Στη μεγάλη ακμή κυμάτιζαν απάνω στα μουράγια τούτα κίτρινες μεταξωτές σημαίες με πράσινους δράκους και χτυπούσαν στους πύργους χαρούμενες χρυσωμένες καμπάνες. Σήμερα τρικυμίζουν στην κορυφή τους φουντωτά γκρεμόχορτα και φέρνουν βόλτα, όπως γύρα σε ψοφίμι, κοπάδια ανυπόμονα πεινασμένα κοράκια.
Όλη η Κίνα είναι γιομάτη από τέτοια γκρεμόχορτα και κοράκια, τους στερνούς τούτους κληρονόμους της δόξας.
Νιώθεις, κάτι φοβερό εδώ σαπίζει, ξεχαρβαλώνουνται οι πέτρες, το χορτάρι κυριεύει τ' αγάλματα, ανηφορίζει το τελευταίο τάγμα του καιρού, ο κισσός, και σφίγγει τους πύργους.
[...]
Βουή σιγανή, τα κίτρινα πλήθη κυκλοφορούν στους φαναρόφωτους δρόμους κι όλοι μασουλίζουν καρπουζόσπορους, πεπονόσπορους, φιστίκια. Θροϊτό ανάλογο με τα μεταξοσκουλήκια που τρώνε...
Δεν κρατήθηκα, μεσάνυχτα πια, παρασύρθηκα κι εγώ από τ' ομαδικό μασούλημα και ζύγωσα έναν γκαβό Κινέζο με μακριά κοτσίδα που πουλούσε φιστίκια. Ήξερε λίγα εγγλέζικα κι έπιασε κουβέντα μαζί μου:
- Από πού είσαι;
- Από την Ελλάδα.
Ο γκαβός Κινέζος έσκασε στα γέλια.
- Γιατί γελάς; ρώτησα πειραγμένος.
- Ε, μα εσείς κει πέρα σφάζεστε! λέει.
Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα τόση ντροπή για τη ράτσα μου. Μια στιγμή έκαμα ν' αρπάξω την κοτσίδα του Κινέζου που γελούσε. μα κρατήθηκα... ένιωσα πως είχε δίκιο.
Έτσι πικρότατα, πήρε τέλος η πρώτη νύχτα στο Πεκίνο.
Η Απαγορευμένη Πολιτεία
Η Καστρόπορτα της "Απαγορευμένης πολιτείας" ήταν διάπλατα ανοιχτή, και του κάκου τα δύο ταυρίσια κεφάλια με τα χρυσωμένα άγρια κέρατά τους προσπαθούσαν να διώξουν τα κακά πνέματα και να μην τα αφήσουν να πατήσουν τον ιερό περίβολο.
Τώρα και λίγα χρόνια, ευτύς ως διαλύθηκε ως δροσούλα η αυτοκρατορική αυλή, έσπασαν οι κλειδαριές, και τα κακά πνέματα, οι "Ασπροι δαιμόνοι", μπαινοβγαίνουν πια λεύτερα στα ρημαγμένα παλάτια και στις αυτοκρατορικές αυλές.
Το αμαξάκι, η "ρικσά", σταμάτησε στην είσοδο και κατέβηκα.
Απέραντο, μυθικό απλώθηκε μπροστά μου το θάμα: πλατιές μαρμαρένιες σκάλες, κοντόχοντρα λιοντάρια προύτζινα που γελούν, μ' ένα βαρύ κουδούνι στο στήθος, σαν τζουτζέδες, παλάτια ολόχρυσα, παραμυθένια, κι οι βασιλιάδες έχουν γίνει χορτάρι και σαλεύουν αλαφριά πάνω στις στέγες.
Πανύψηλες ξεχαρβαλωμένες πόρτες, κι απάνω τους με χρυσά χαρούμενα γράμματα οι τρεις καθιερωμένες λέξες: Τάι-Χου-Μεν, "Μεγάλη ευτυχισμένη πόρτα!"
Γιγάντια προύτζινα θυμιατήρια στην είσοδο, σα λεβέτια. Τώρα είναι έρημα, χωρίς αναμένα κάρβουνα, χωρίς ευωδιαστό καπνό ν' ανεβαίνει θυμιατίζοντας τους αρχόντους που περνούνε. Σ' ένα τέτοιο θυμιατήρι είδα μιαν κίτρινη σφήκα με μαύρα ζωνάρια να πλέκει τ' αδειανά κελιά της.
Πελαργοί προύτζινοι μακροπόδαροι, μακρόλαιμοι, θεριεμένες μαρμάρινες χελώνες, και δίπλα στο φτερωτό αυτοκρατορικό δράκο το μυθικό πουλί με τα μακριά φτερά, ο φοίνικας, το φεγκ, το πουλί που συμβολίζει την αυτοκράτειρα.
Μέσα στο προύτζινο τούτο πουλί στοίβαζαν αρώματα και τα 'καίγαν όταν περνούσε ο αυτοκράτορας. Σύγκορμη η αυτοκράτειρα καίγουνταν, όλη άρωμα, μπροστά του.
Οι ξακουσμένοι κήποι έχουν ρημάξει. Έφυγαν τα γιασεμιά, τα ρόδα, οι γλυσίνες, τα χρυσάνθεμα. Κι απάνω από τις πόρτες των παλατιών, τις "Μεγάλες ευτυχισμένες πόρτες", κυματίζουν, ξεκουνώντας σιγά σιγά τα μάρμαρα, τ' ανεμόχαρτα κι οι πικραλίδες.
Το παλάτι, όπου βούιζε το χαρέμι του αυτοκράτορα λάμπει κυκλωμένο από πανύψηλα μουράγια κόκκινα σαν αίμα. Κι απάνω στους τοίχους ξεπροβαίνουν ιερογλυφικά μεγάλα γράμματα, σα σκελετοί σαν ανθρώπινα παΐδια, σα χέρια και πόδια κομμένα.
Έρημες είναι οι αίθουσες, καλυβώνουν και γκρεμίζουνται οι τοίχοι, ραΐζουν οι στέγες, και ξεκολνούν και θρύβουνται τα κίτρινα, τα πράσινα, τα γαλάζια βερνικωμένα κεραμίδια.
Πολλές σάλες γίνηκαν μουσεία, και στοιβάχτηκαν μέσα ότι πολύτιμο απόμεινε από τους μεγάλους θησαυρούς
-ζωγραφιές στο μετάξι, σκουλαρίκια, χαλκάδες, βεντάλιες και γυναίκεια μαξιλαράκια από πορσελάνη.
[...]
Περνώ στα χόρτα, όπου μια φορά κι έναν καιρό ανθούσε ο ξακουστός κήπος του χαρεμιού, και διακρίνω παράμερα, μέσα σε αγκάθια, ένα μαρμαρένιο περίπτερο, είναι το λουτρό της πανέμορφης πριγκίπισσας Χσιάν-Φέε, θολωτό με χαμηλές τοξωτές πορτούλες, έρημο, χωρίς νερό, γιομάτο αράχνες.
Τρογυρίζω από παλάτι σε παλάτι σα φάντασμα. Χαδεύω με το χέρι τα δυο αιώνια σύμβολα που είναι σκαλισμένα παντού, σε κάθε παραπέτο της σκάλας, ψηλά στους παραστάτες κάθε πόρτας: Το Σύννεφο και τη Φλόγα, σκαλισμένα στο μάρμαρο. Φωτιά και σύννεφο είναι χαραγμένα παντού, τα σύμβολα του Πάθους και της Ματαιότητας. Μια φλόγα δημιούργησε όλα τούτα τα θάματα, έσβησε, έγινε καπνός και διάβηκε σα σύννεφο.
Όταν ανέβηκα στο Ναό του Ουρανού, όπου οι αυτοκράτορες μια φορά το χρόνο πρόσφερναν θυσία στους προγόνους, ένιωσα πως αληθινά ο άνθρωπος είναι ιερός, μυστηριώδης, γιομάτος μαγικές δυνάμες τράγος και πλάθει κατ' εικόνα κι ομοίωση της καρδιάς του την ύλη.
Μια ταράτσα στρογγυλή, αλώνι γιγάντιο, όλο μάρμαρο. Και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα τέσσερεις πανύψηλες μαρμάρινες πόρτες, και σε κάθε παραστάτη της πόρτας, στην κορυφή, σα δυο φτερούγες, το σκαλισμένο σύννεφο από τη μια μεριά κι η σκαλισμένη φλόγα από τη άλλη.
Ανεβαίνεις τα φαρδιά σκαλοπάτια και φτάνεις σε δεύτερη μαρμαρένια ταράτσα, λίγο πιο στενή, με τις τέσσερεις πάλι φτερωμένες πόρτες.
Κι ανεβαίνεις πάλι τα σκαλοπάτια και φτάνεις στην τρίτη, την πιο αψηλή ταράτσα. Πέρα ολούθε, έως την άκρα της ματιάς, κάμπος απέραντος, η έρημος που τρογυρίζει το Πεκίνο.
Ο Αυτοκράτορας εδώ δεν είχε παρά ν' απλώσει το χέρι του για ν' αγγίξει τους προγόνους. Εδώ, στην αψηλή τούτη μαρμαρένια εξέδρα, θα ένιωθε πως ήταν αληθινά Γιος τ' Ουρανού. Και συνάμα θα 'νιωθε την τεράστια ευθύνη του απέναντι των ανθρώπων.
Ζούσε απομονωμένος. Το πρόσωπό του ήταν τόσο ιερό που δεν μπορούσε να 'ρθει σ' επαφή με το λαό του. Τρισάγιος αιχμάλωτος, στο παλάτι, και κάθε του πράξη ρυθμίζουνταν σύμφωνα με αυστηρότατο πρωτόκολλο:
Την άνοιξη έπρεπε να κατοικάει στο ανατολικό παλάτι, να φοράει πράσινα ρούχα και να τρώει σιταρένιο ψωμί κι αρνίσιο κρέας.
Το καλοκαίρι ζούσε στο νοτικό παλάτι, φορούσε κόκκινα ρούχα κι έτρωγε φασόλια και κοτόπουλα.
Το χινόπωρο έμενε στο δυτικό παλάτι, φορούσε κάτασπρα κι έτρωγε κρέας σκυλιού.
Το χειμώνα κατάφευγε στο βορινό παλάτι, φορούσε μαύρα κι έτρωγε χοιρινό.
Όμοια χρώματα με τον αυτοκράτορα φορούσαν και τ' άλογα, βάφουνταν και τ' αμάξια όταν έβγαινε από το παλάτι να προσφέρει θυσία ή για να πάει στο κυνήγι ή στον πόλεμο.
Έτσι φυλακισμένος σε απαραβίαστους τύπους, ο αυτοκράτορας ήταν ένα θρησκευτικό ξόανο, που το ντύναν, το πλέναν, το αρωμάτιζαν και το μετέφεραν από ναό σε ναό.
Κανένας δεν μπορούσε να το κοιτάξει κατάματα. Έπρεπε, σκυφτός, να ρίξει τη ματιά του όχι πιο πάνω από το λαιμό ούτε πιο κάτω από τη ζώνη. Κι όταν ήθελες να του μιλήσεις, έπρεπε να βάλεις μπροστά από το στόμα μια πινακίδα από πράσινη πολύτιμη πέτρα, μην τύχει κι η ανάσα σου φτάσει απάνω του και τον μολύνει.
Συνάμα, υπεράνθρωπες ήταν κι οι ευθύνες του. Αυτός μεσολαβούσε ανάμεσα του λαού και τ' ουρανού, κι όλες οι επιτυχίες κι οι δυστυχίες του έθνους πήγαζαν από αυτόν.
Αν ο αυτοκράτορας ήταν καλός, το ρύζι πρόκοβε, οι γελάδες γεννούσαν, ο ποταμός δεν πλημμύριζε, μήτε έπεφτε θανατικό στους ανθρώπους.
Ο Αυτοκράτορας είναι κέντρο μυστικών δυνάμεων. Συσπειρωμένη εντός του κάθεται η δύναμη, και την αμολάει απάνω στη χώρα του και φέρνει τις καλές σοδειές, την υγεία, την ειρήνη.
Πέντε είναι οι ανώτατες αρετές: δικαιοσύνη, η μεγαλοψυχία, η ευγένεια, η φρόνηση και η πίστη στο χρέος. Όταν οι αρετές τούτες κλονιστούν, αυτό σημαίνει πως ο αυτοκράτορας κλονίστηκε.
Μαζεύω τ' αγριολούλουδα και τα χαμομήλια που φυτρώνουν στις μαρμάρινες πλάκες, ακούω τα βήματα μου ν' αντιλαλούν μέσα στις έρημες αίθουσες του θρόνου, κι απάνθρωπη χαρά φουντώνει στο νου μου. Θυμούμαι την άνοιξη στην Κρήτη, στον κάμπο της Μεσαράς, ένα αντριχιαστικό θέαμα: Πρωί πρωί, πριν ποδιαφωτίσει ο ήλιος, κάποτε βλέπεις από ψηλά, στο μεσόφωτο ακόμα κάμπο, ίσκιους μεγάλους σα στρατέματα που πάνε, με ορθό κεφάλι, σε ίσιες αράδες, με γοργό βήμα.
Βγαίνει ο ήλιος, κι οι στρατοί αφανίζουνται. Δροσουλίτες, έτσι ονομάζουν οι Κρητικοί τους ανθρώπους τούτους που πλάθουνται με τη δροσούλα κι αφανίζουνται με τη δροσούλα. Όμοια σα δροσουλίτες κι οι Κινέζοι βασιλιάδες πέρασαν από τη γης κι αφανίστηκαν.
_______________________________
Αποσπάσματα
Ο Νίκος Καζαντζάκης περιγράφει την Κίνα,
από το Ταξιδεύοντας, εκδόσεις Καζαντζάκη
Utopia
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.