Διήγημα του Βαγγέλη Κολώνα
Έτσι τελείωσε μια κυριακάτικη επαφή ανθρώπων με τη φύση. Έφυγαν αφήνοντας πίσω χαρτιά, πλαστικά άδεια κονσερβοκούτια, κραυγές που τρόμαζαν τα πουλιά και τα μικρά ζώα, ξεριζωμένα αγριολούλουδα, 200.οοο.οοο σπερματοζωάρια σβέλτα, αεικίνητα, σφραγισμένα σ' ένα διάφανο πλαστικό ν' αργοπεθαίνουν και χιλιάδες μυρμήγκια να μεταφέρουν... να μεταφέρουν...
Το ταξίδι της χελώνας τελείωσε και βρέθηκε ξαφνικά να κοιτάζει άγνωστα αστέρια χαμένη σ' ένα παράξενο περιβάλλον και τότε μόνο έκλαψε όπως ξέρουν οι χελώνες να κλαίνε, με δάκρυα αιώνια.
Έβγαλε μια κραυγή, κανένας δεν την άκουσε, και μόνο σ' ένα μακρινό γαλαξία, 30.000 έτη φωτός από τη γη, ένα αστέρι σκόρπισε γύρω του μια λεπτή ζώνη θερμού ιονισμένου αερίου, που οι μελετητές ραδιοκυμάτων και υπέρυθρων ακτίνων θα ανακάλυπταν μετά από αιώνες.
Την είδες ξαφνικά για πρώτη φορά και φώναξες "Α, μια χελώνα!" και την ξέχασες. Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, το καλοκαίρι, η θυρωρός βγήκε στη σύνταξη κι έφυγε. Ένα συνεργείο καθαριότητας ήρθε στην πολυκατοικία και για λίγο καιρό η καρδιά σου χτύπησε πιο γρήγορα αποταμιεύοντας ελπίδες κι ύστερα τίποτα -άλλη μια λανθασμένη επιλογή.
Με την αποχώτηση της θυρωρού δημιουργήθηκαν προβλήματα και ύστερα από τρεις αποτυχημένες συνελεύσεις πήρες τον κήπο και τη χελώνα υπό την προστασία σου,
Κατέβαινες τα απογεύματα με φαγητό, φρόντιζες να έχει πάντα νερό, πότιζες τον κήπο. Σε λίγο η χελώνα σε είχε συνηθίσει και δεν έκρυβε το κεφάλι της όπως έκανε τις πρώτες μέρες. Την έβλεπες απ' το μπαλκόνι να περιφέρεται αργά τις ζεστές ώρες του καλοκαιριού αναζητώντας σκιά και με βαριά καρδιά έφυγες διακοπές μια εβδομάδα με τον Κοινωνικό Τουρισμό.
Το καλοκαίρι έφυγε και στη μέση του φθινοπώρου η χελώνα χάθηκε στα χώματα του κήπου. Κύλησαν μέρες και νύχτες μονότονες, αδιάφορες, περιμένοντας κάποιο θαύμα που δεν ήρθε και πολλές φορές είχες την αίσθηση πως η χελώνα περπατούσε αργά στο διαμέρισμα και σου κρατούσε συντροφιά.
Έφυγε κι ο χειμώνας, οι λεμονιές του κήπου ανθισμένες σκόρπιζαν ένα άρωμα που σου 'φερνε ανατριχίλα, η χελώνα γλιστρούσε αργά, αθόρυβα και συ κλεισμένος σπίτι περίμενες το σήμα από "αλλού" και μάτωνες.
Ένα μεσημέρι που βρόντηξες το τηλέφωνο κι ήθελες να ουρλιάξεις, να ζητήσεις βοήθεια αλλά συγκρατήθηκες γιατί ήταν ώρα κοινής ησυχίας και μια ζωή αξιοπρέπεια, βγήκες στο μπαλκόνι και είδες τη χελώνα.
Είχε σταθεί στη μέση του κήπου με ανασηκωμένο το κεφάλι και κοίταζε το μπαλκόνι σου. Σε είχε ακούσει, ήταν σίγουρο. Εκείνη τη στιγμή ήταν που ταυτίστηκες απόλυτα μαζί της.
Ήσουν και συ σαν τη χελώνα του κήπου. Εγκατέλειψες, όχι γιατί το θέλησες αλλά για να γλιτώσεις απ' το ανάθεμα, έναν τόπο καθαρό και ήρεμο και προσπάθησες να ριζώσεις χωρίς επιτυχία σε μια άσχημη και πολύβουη πολιτεία, ανασαίνοντας θάνατο κι αναγκασμένος ν ' αφουγκράζεσαι τα γεγονότα.
Ίδια προβλήματα σε δέρνουν, ίδιες λύπες. Έχεις την ίδια τύχη αυτή τη χελώνα του κήπου και ποτέ, μα ποτέ, δε θα μπορέσεις να ξεφύγεις από αυτούς τους τοίχους που ώρες ώρες πλησιάζουν να σε συνθλίψουν, όπως κι αυτή δε θα μπορέσει να ξεφύγει από τους τοίχους που κλείνουν τον κήπο.
Ανήκετε στην ίδια φυλακή με την ίδια ποινή: ισόβια. Αδέλφια δίδυμα. εσύ και η χελώνα, δε θα διαιωνίσετε το είδος σας. Αγνοείς το φύλο της, όπως και το δικό σου, ζεις διχασμένος σ' ένα κορμί ξένο που ώρες ώρες το μισείς.
Μια ιδέα γυρίζει συνέχεια στο μυαλό σου: στο τέλος του φθινοπώρου, να πέσεις μαζί με τη χελώνα σε χειμέρια νάρκη.
_______________Βαγγέλης Κολώνας
Utopia
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.