Τρίτη, Απριλίου 1

6:03 μ.μ.



Gabriel Celaya


Η ποίηση είναι ένα όπλο που γεμίζει το μέλλον



Πρώτη μετάφραση, του  Ά. Νιαράκη

Όταν τίποτα δεν προμηνύει προσωπική ανάταση,
αλλά πάλλεται κι εξακολουθεί από πλευράς συνείδησης,
ισχυρά να υπάρχει, τυφλά κεκυρωμένο,
σαν ένας παλμός που χτυπά στο σκοτάδι,

Όταν προβάλλει εμπρός
Τα ιλιγγιώδη καθαρά μάτια του θανάτου
Λένε την αλήθεια,
Τις βάρβαρες, τρομερές, τρυφερές σκληρότητες.

Λένε τα ποιήματα
Που φουσκώνουν τα πνευμόνια, όσων ασφυκτιούν
Ζητώντας να είναι, ζητώντας ρυθμό, ζητώντας νόμο
Για αυτούς που αισθάνονται να περισσεύουν.
Με την ταχύτητα του ενστίκτου,
με την αχτίδα του θαύματος,
ως μαγικά αποδεικτικά στοιχεία, το πραγματικό μας μεταμορφώνει
Σε αυτό που ταυτόσημο με τον εαυτό του είναι.

Ποίηση για τους φτωχούς, ποίηση απαραίτητη
όπως το ψωμί της κάθε μέρας,
Σαν τον αέρα που απαιτείται δεκατρείς φορές το λεπτό,
Για να υπάρχουμε και να έχουμε έναν εαυτό που δοξάζει

Επειδή ζούμε σε σοκ, 

επειδή μόνο αν μας αφήσουν λέμε ότι
Είμαστε αυτό που είμαστε,
τα τραγούδια μας δεν μπορούν να είναι δίχως αμαρτία ένα στολίδι.
Πιάνουμε πάτο.

Κατάρα η ποίηση που θεωρείται πολυτέλεια
κουλτουριάρικη για τους ουδέτερους
που, νίπτοντας τας χείρας τους, αποστρέφονται και φεύγουν.
Κατάρα η ποίηση αυτών που δεν παίρνουν θέση
μέχρι να λερωθούν.

Κάνω δικά μου τα λάθη.
Αισθάνομαι μέσα μου όσους υποφέρουν
και τραγουδώ ανασαίνοντας.
Τραγουδώ, και τραγουδώ, 
και τραγουδώντας πέρα από τις προσωπικές μου θλίψεις, 
διευρύνομαι.

Θέλω να σου δώσω ζωή, να προκαλέσω νέες πράξεις,
και βασίζομαι σε αυτό, με όση τέχνη διαθέτω.
Είμαι μηχανικός των στίχων, ένας εργάτης
που δουλεύει όπως κι άλλοι το ατσάλι της Ισπανίας.

Αυτή είναι η ποίησή μου: ποίηση – εργαλείο

Αυτή είναι, ένα όπλο γεμισμένο με μέλλον διευρυνόμενο
Που σε σημαδεύει στο στήθος .

Δεν είναι μια ποίηση σταγόνα τη σταγόνα σχεδιασμένη
Δεν είναι ένα όμορφο προϊόν. Δεν είναι ένα τέλειο φρούτο.
Είναι σαν τον αέρα που ανασαίνουμε όλοι
Και σαν το τραγούδι που βγάζει έξω

Ότι μέσα μας κουβαλάμε.

Είναι λέξεις που όλοι εξακολουθούμε να νιώθουμε σαν
Δικές μας, και πετούν. Είναι τόσα περισσότερα από το σημαίνον.
Είναι το πιο αναγκαίο πράγμα: αυτό που όνομα δεν έχει
Είναι φωνές στον ουρανό και στη γη είναι πράξεις.



Η ποίηση είναι ένα όπλο που γεμίζει το μέλλον


Δεύτερη μετάφραση, του Γιάννη Ανδρουλιδάκη

Όταν πια τίποτα το συναρπαστικό δεν περιμένουμε για εμάς
περισσότερο παλλόμαστε και περισσότερο πλησιάζουμε στη συνείδηση
…ζώντας σαν αγρίμια που επιτίθενται στα τυφλά
και σαν σφιγμός που χτυπά μέσα στο σκοτάδι

Όταν κοιτάμε κατά πρόσωπο
τα ιλιγγιώδη καθαρά μάτια του θανάτου
λέμε αλήθειες:
τις βάρβαρες, τις τρομερές, τις ερωτικές ωμότητες

Λέμε τα ποιήματα
που ανοίγουν τα πνευμόνια όλων εκείνων που ασφυκτιούν
που ζητούν να υπάρξουν, που ζητούν τον ρυθμό
που ζητούν μέτρο για όσους νιώθουν την υπερβολή

Με την ταχύτητα του ενστίκτου
με τη φωτεινότητα του θαύματος
σαν μια μαγική βεβαιότητα, η πραγματικότητα μας μεταμορφώνει
στον ίδιο μας τον εαυτό

Ποίηση για τον φτωχό, ποίηση αναγκαία
σαν το ψωμί της κάθε ημέρας
σαν τον αέρα που χρειαζόμαστε 13 φορές τη μέρα
για να είμαστε στο ύψος της ύπαρξής μας
για να δώσουμε την κατάφαση που μας δοξάζει

Καθώς ζούμε με τη γροθιά και ίσα που μας αφήνουν
να πούμε ότι είμαστε αυτοί που είμαστε
τα τραγούδια μας δεν μπορούν να είναι στολίδια χωρίς αμαρτία
Ακουμπάνε στον πάτο του βάθους.

Καταριέμαι την ουδέτερη ποίηση
που περνιέται για πολυτέλεια
Όλων εκείνων που νίπτουν τα χέρια τους, αδιαφορούν και ξεφεύγουν
Καταριέμαι την ποίηση εκείνων που δεν δρουν μέχρι να βρωμίσουν
ως το μεδούλι

Κάνω δικά μου τα λάθη μας και τον πόνο μας, των ανθρώπων,
και τραγουδώ όπως αναπνέω
Τραγουδώ και τραγουδώντας πέρα από τους προσωπικούς μου πόνους,
μεγαλώνω

Θα ήθελα να σας δώσω ζωή και να προκαλέσω καινούριες πράξεις
Νιώθω ένας μηχανικός του σκουληκιού, ένας εργάτης
που δουλεύει μαζί με άλλους
το ατσάλι της Ισπανίας

Τέτοια είναι η ποίησή μου: ποίηση – εργαλείο
ομόφωνο χτύπημα της καρδιάς και τυφλή ταυτόχρονα
Τέτοια είναι, όπλο που γεμίζει με το διάχυτο μέλλον
μέσα από την οποία κοιτώ την καρδιά σου

Δεν είναι ποίηση που σκέπτεται σταλιά τη σταλιά.
Δεν είναι όμορφο προϊόν. Δεν είναι τέλειο φρούτο.
Μοιάζει με τον αέρα που αναπνέουμε
Είναι το τραγούδι που ανοίγει χώρους σε αυτό που κουβαλάμε μέσα μας

Είναι λέξεις που τις επαναλαμβάνουμε, βιώνοντάς τις σαν δικές μας
κι έπειτα πετάνε. Δεν είναι πια αυτό που ονομάζουν
αλλά κάτι σημαντικότερο: αυτό που δεν έχει όνομα

Είναι κραυγές στον ουρανό και πάνω στη Γη είναι πράξεις




Αποχαιρετισμός


Ίσως όταν πεθάνω
“ποιητής, να πούνε, ήταν”
κι ο κόσμος, πάντα ωραίος, να λάμπει όλη τη νύχτα.

Eσύ ίσως με ξεχάσεις
μέσα σου όμως ν’ ακούς
κάποιους δικούς μου στίχους ανώνυμους, παλιούς.

Κι από μένανε ίσως
να μη μείνει ούτε στίχος
ούτε μια από τις λέξεις που ονειρεύομαι ξύπνιος.

Μα ή με θωρείτε ή όχι,
μα ή μου μιλάτε ή όχι,
εγώ θα ζω στον ίσκιο σας, ώ, ζωντανοί μου άνθρωποι.

Θα ξακλουθώ να υπάρχω
και να ‘μαι πεθαμένος,
του μεγάλου κοντσέρτου θα ‘μαι πάντα ένα μέρος.





Γράμμα στον Ανδρέα Μπαστέιρα


μετάφραση του  Ηλία Ματθαίου


               Ι
Ανδρέα, αν και μου βγάζεις το σκούφο σα διαβαίνω
και «κύριο» με φωνάζεις, λιγάκι μουδιασμένος,
γιατί ίσως δεν εγκρίνεις που δε φορώ γραβάτα,
που προσπαθώ να γίνω ίσος με τον καθένα
κι ανταλλάζω μαζί του, στο: εσύ, ένα: εσύ, όλο φτήνια,
που δεν είμαι, όπως θέλεις, ο σεβαστός αφέντης,
το γερό στήριγμά σου,
και μου απλώνεις το χέρι χαλαρό, μουδιασμένο
σαν κουρελόπανο άθλιο τρισαιώνιου σκλάβου,
δεν είμαστε δυο ξένοι.
Τους καημούς σου τους νιώθω. Μα να σ' ανακουφίσω
δεν μπορώ λέγοντάς σου ποιο ειν' άδικο, πιο δίκιο.


               ΙΙΙ

Είμαστ' όλοι ενωμένοι απ' την κοινή προσπάθεια,
απ' ασχολίες αντρίκιες, από 'να πνεύμα ομάδας,
δουλειές που ελάχιστα έχουν με αισθήματα να κάνουν
— να φύγει αυτή η παραγγελία τότε, με τόσο κόστος,
να φτιαχτεί αυτό τ' αμάξι μέσα σε λίγες ώρες —
και ποτέ δε μιλάμε για ετούτες τις σκοτούρες
για τα θαύματα ετούτα
για το πού 'ναι η προσπάθεια το παν σ' αυτόν τον κόσμο
κι ο μισθός κι η οικογένεια πράγματα άσχετα, μάταια,
δευτερεύοντα, ασήμαντα, δίχως νόημα κανένα.
Η δουλειά πάνω απ' όλα, ιερή κι αγιασμένη
και μονάχη αναγκαία.


              ΙΧ

Κοίτα Ανδρέα, τους άντρες με τα επιδέξια χέρια,
με τα χέρια που φτιάχνουν μηχανές ή ντουλάπια,
στιχοπλάκια η παπούτσια,
τα χέρια που κρατώντας περίπλοκα εργαλεία
σκαρώνουν, όλο τέχνη, ραδιόφωνα και σπίτια,
μα είναι φορές που μένουν, ασάλευτα, απλωμένα,
πάνω απ' τ' ανέκφραστο άσπρο μιας πεθαμένης κόλλας.
Χέρια ανθρώπινα, σπάνια,
χέρια πρωτομαστόρων,
χέρια εραστών σε κάποιου
πολυxάιδευτου στήθους τα μέτρα καμωμένα
και χέρια αλαφιασμένα που ο σπαραγμός τα σπρώχνει
δυνατά να σφιχτούνε ψάχνοντας το 'να τ άλλο.

Gabriel Celaya
Ανθολογία Σύγχρονη Ισπανική Ποίηση  /  μτφ: Ηλίας Ματθαίου
εκδ. Γνώση, 1989


Utopia

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.