Τετάρτη, Νοεμβρίου 19

12:04 μ.μ.



  

Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος


_______  ψευδορκία

ανακάθισα αναπαυτικά σε πολυθρόνα περίοπτη.
Στα καλά μου ντύθηκα.
εναπόθεσα δύο λάθη δεξιά,
δύο πάθη αριστερά
κι αληθής ορκίστηκα.

Κάθε φορά που ομολογώ
μπρος στο κατήγορο παρελθόν μου,
υπόδικος της εκάστοτε παρωχημένης ανάσας,
κάθε φορά πίσω να κοιτάξω δε φοβάμαι.

Για το παρελθόν μου το κάνω να με δει
όμορφο κι αειθαλή.
Να το εξαπατήσω, να πιστέψει
πώς κάθε μέρα κάνει τη σωστή επιλογή.


Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Η Διάβολος, 2011



_______  βροχή

γέννηση ζωής, σταγόνα νερού αμόλυντου.
Απ' το χάος του ουρανού αποκόπτεται και πέφτει.
Μονάχα η ψυχή
ορμητικό αγέρι που την μεταφέρει
κολακεύει πρόωρα την πλάτη της θαλάσσης.

«Προσέξτε με» φωνάζει
«Από μένα θ' ανθίσει αυτός ο κόσμος.»
Αδιάκοπα γυαλίζει
καθρεφτίζει τη στιγμή τριγύρω της.
Και λίγο πριν χαθεί,
κουρνιασμένη μες στο άγχος της ύπαρξής της,
βαφτίζει την πτώση της επιλογή
ξεχνώντας πόσο μακριά
κατοικεί πια από τον ουρανό.
Μες στη μπόρα χάνεται, γίνεται θάλασσα.
Κρατά τη στιγμή με δάχτυλα πλεγμένα
κι αμυδρά ταράσσει την επιφάνεια.

Κι έτσι
οι σταγόνες γίνονται βροχή.
Συμπορευόμενες, ίδιες
μα τόσο η κάθε μια διαφορετική.
Όρθιες πέφτουν στη σειρά, ανήλικες.
Κι η συμβολή τους, ένα δράμι
στην ανύψωση της θάλασσας.
Στον αγώνα της αβύσσου
να φτάσει την παντοκρατορία του ουρανού.

Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Η Διάβολος, 2011






_______  το τελευταίο τέλος

να φυλάγεσαι απ' την ανωτερότητα.
Αφήνει γυμνές τις πιο σεμνές ψυχές
στα πιο βίαια βάθη.

Ν' ακούς τη ζωή. Σοφός είναι δάσκαλος.
Μας προπονεί στο τέλος
μέσα από μύριους καθημερινούς επιλόγους.
Ασκήσεις δεξιότητας. Ώστε, σαν έρθει η ώρα,
τον αποχαιρετισμό να παίζουμε στα δάχτυλα.

Κι αν θες να μάθεις γι' αυτή, αρκεί
να βγεις σε βραδινό μπαλκόνι. Απο κεί
ξεκινά το άπειρο κι εκτείνεται και τυλίγει
ομορφαίνοντας το ανέφικτο. Δώρο φέρνοντάς το
κάθε βράδυ συνημμένο σ' ένα όνειρο.
Να χάνουμε χρόνια σχίζοντας περίτεχνα χαρτόνια
σε κάθε περιτύλιγμα να μικραίνει και το δώρο μας.

Ο ουρανός χρειάζεται το ύψος
για να μη θυμίζει θάλασσα.
Το γαλάζιο, αυτό μονάχα, το μοναδικό, το αρχικό
και τελευταίο μας τέλος.


Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Κατά χρόνον ευαγγέλιο, 2012

ενότητα ΙΙΙ, Η πινακοθήκη της Αλεξάνδρειας



_______ μήνυμα σε μπουκάλι

παιδιά, πιστεύαμε
πως καράβια ολόκληρα χωρούσαν σε μπουκάλια.
Κι όταν μας τέλειωναν τ' ακρογιάλια,
τα μπουκώναμε μ' όση λέξη αντέχανε.
Μην τυχόν και παρερμηνεύσει τα όνειρά μας το ανέφικτο.

Παιδιά πιστεύαμε. Τώρα πια, η μόνη αλήθεια:
Όσο γεμάτο το μπουκάλι, τόσο γρηγορότερα βυθίζεται.

Ξόδεψα τα χρόνια περιμένοντας
' κείνο το μήνυμα που προορίζονταν για μένα.
Κι όταν η θάλασσα μ' απογοήτευσε,
στράφηκα στον ουρανό. Εκεί,
που παρόν και παρελθόν θα συμβεί σε μια στιγμή,
είπα μήπως και προλάβω.

Αστέρια μου, ποια ευχή σας ναυάγησε
και πηδήξατε στο κύμα να σωθείτε;
Ναύτες μου, δίπλα σας! Νησί!
Δεν το βλέπετε, ολόγιομο φεγγάρι;

Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Κατά χρόνον ευαγγέλιο, 2012
ενότητα ΙΙΙ, Η πινακοθήκη της Αλεξάνδρειας



_______ Ο καλλιτέχνης Ι


ο καλλιτέχνης, στο επίσημο δείπνο της κοινωνίας,
απομονώνεται στο μπαλκόνι
ν' ακούει καλύτερα τ' αστέρια.

Το επιπλήττουν τα ραπίσματα του ανέμου.
Μούτρα του κρατά η νύχτα
υπεροπτικά γυρίζοντας το πρόσωπο.

Έχει πανσέληνο.
Σκιές γιγαντώνονται σε τεράστια κερκίδα.

Ο καλλιτέχνης ασκείται μόνος στο άλμα εις βάθος.


Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Κατά χρόνον ευαγγέλιο, 2012
ενότητα ΙΙΙ Η πινακοθήκη της Αλεξάνδρειας







_______ το βιβλίο της ζωής


ο άνθρωπος είναι, η της Ζωής προσπάθεια
να καταλάβει τον εαυτό της.

Ένας σελιδοδείκτης,
παρόν, χωρίζοντας, αδιάβαστο ακόμα
από εκείνο που έζησε κι έγινε. Κι ετάφη
πρόχειρα καθώς αλλάζει η σελίδα.
Σφηνωμένος καταμεσής
γραμμάτων στοιβαγμένων. Μιας ζωής
που μόνο υπάρχει, καθώς διαβάζεται.

Κανένα ποτάμι δεν γλύτωσε τη θάλασσα.
Νεκροί που ξέρετε ακριβώς την ώρα και σεις
ανυπόστατοι που αναμένετε τη φωταψία, πέστε μου
είμαστε εκ των προτέρων παρελθόν,
μέλλον των παλαιοτέρων,
στη ζωή ανήκουμε ή στην ανυπαρξία
ή μήπως συνυπάρχουμε στα μάτια σας
                ως λέξεις στο χαρτί, ταυτόχρονες;

         Κι ό,τι ζήσαμε, ατέλειωτη, το ξαναζούμε, ώρα.
         Κι ό,τι λαχταράμε βρίσκεται στην αγκαλιά μας τώρα.
         Κι ό,τι κρατάμε πιο σφιχτά, ήδη για μας χαμένο.
         Κι είμαστε ταυτόχρονα κι όνειρο κι έρημος και θεός
         σταυρό, αναμένοντας, και σκοπό και μπόρα.


Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Κατά χρόνον ευαγγέλιο, 2012
ενότητα ΙΙ Η βίβλος της ερήμου




_______ το παράπονο του Λαζάρου


μη με παρεξηγείτε, δεν ήθελα - και ποιος θα 'θελε;-
η γαλήνη να μου στερηθεί. Με σκέφτηκε;

Ν' αφυπνίζει ήθελε δίχως θαύματα,
τι με σηκώνει από τον ύπνο τον βαθύ.
Με ρώτησε αν τον χόρτασα, εμένα, στη ζωή;
Κι αν πέθανα νέος, γιατί ν' αγανακτήσει.
Ξέρει τι είδα στην αντίπερα την κτήση.
Ήταν η ζωή μου τόσο πια μοναδική
που νόμο έπρεπε να παραβεί, να μ' εξυμνήσει;

Μη με παρεξηγείτε, δάκρυα δεν κυλούν από χαρά.
Μοναδικός θα περιφέρομαι, να ξεχωρίζω. Όχι ήρωας,
μα πιόνι βασιλιά. Μόνος επιζών, όσο αυτός τη νίκη κυνηγά.

Μη με παρεξηγείτε, το χέρι του δεν το φιλώ.
Κάτω προσπαθώ να τον τραβήξω. Να σας σώσω.
Μαζί του να ξαναταφώ.


Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Κατά χρόνον ευαγγέλιο, 2012




_______  οδοιπορικό Ι


κάθονται οπουδήποτε και ξαποσταίνουν
ανεπαρκείς απέναντι στο φορτίο της εποχής.

Κάθε βήμα τραυλίζει αμφιλεγόμενη επιλογή
βάρος μετακινώντας από την περισυλλογή στο άγνωστο.
Πικρό χώμα το πρώτο πέλμα φίλησε. Είναι αργά πια,
είναι αργά για το πίσω πόδι.
Δάνεια δεν δίνει η απόφαση. Παρά μόνον το βάρος
άνισα κατανεμημένο ανάμεσα σε ορμή και σε μετάνοια.

Διστακτικό πόδι παρεμβάλλοντας
λίγη ακόμη απόσταση επιβάλλοντας.
Είναι αργά,
είναι αργά πια για θάρρος. Μέλλον δεν ανακόπτεται.
Κάθε τάφος κι ένα βήμα που σωριάστηκε μπρούμυτα.


Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Κατά χρόνον ευαγγέλιο, 2012




_______ μάταιο

και τι είναι η Θλίψη, παρά τραγούδι του αυτόχειρα
με στίχους κλεμμένους από επιγραφές
ανάγλυφες, των νικημένων, στο σκοτάδι.

Και τι είναι η Λησμονιά, παρά μιαν άπληστη κυρά
που στα χαρτιά ποντάρει ό,τι αγαπήσαμε
μα ο Χρόνος τη εξαπατά με τεχνικές ποικίλες.

Και τι είναι ο Έρωτας, παρά δυο άνθρωποι
ανίκητοι ο ένας για τον άλλο
που ο ένας τον άλλο αψηφά
κι επιλέγουν αμφότεροι να κρατήσουν Θερμοπύλες.


Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Η Διάβολος, 2011




_______ θλίψη

σώπασαν καθώς σηκώνεται να χορέψει.
Αέρινη, μ' ένα πέπλο καλυμμένη
χλωμή μα οικεία σαν αδερφή, σαν κατάρα.
Προχωρά προς το κέντρο κι αυτοί αγωνιούν.
Το πέπλο κεντημένο μ' αναμνήσεις
ίσα που καλύπτει τη λευκή σάρκα
νοτισμένη ως την κρατά
μες στην εικόνων, που τους απλώνει, χορογραφία.

Κι αυτά τα δάκρυα, νήμα

στο Μινώταυρο του πάθους. Να τη βρει
στο λαβύρινθο των βημάτων της
πριν ο χορός πεθάνει. Πριν να 'ναι αργά.
Σαν αερικό πλέει, ρούχα όλα αλλάζει
πάνω στην κίνησή της μεταμορφώνεται.

Στα μάτια του καθενός αλλιώς

κι όλοι να σιωπούν, να κοιτούν.
Την Θλίψη που τόσο ακόρεστα μπροστά τους ξεδιπλώνεται.

Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
από τη συλλογή Η Διάβολος, 2011



Utopia

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.