Κυριακή, Ιανουαρίου 20

6:51 μ.μ.

Οι Μαύροι και το Σκλαβοεμπόριο
   
   Το Σκλαβεμπόριο στάθηκε το πιο άτιμο εμπόριο από τα λογής-λογής εμπόρια που κάνανε οι άσπροι στην Άφρικα, και μια ντροπή άσβηστη, που θ΄απομείνει για πάντα τυπωμένη με πυρωμένο σίδερο απάνω στα έθνη που το κάνανε. Οι λεγόμενοι, αλίμονο, χριστιανοί, πουλούσανε σαν γίδια τους ομοίους τους, μ' όλο που φιλούσανε, οι υποκριτές, το Ευαγγέλιο, που λέγει: "Ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού". Οι κοκόμοιροι οι αραπάδες, που πήγανε να τους ημερέψουνε και να τους κάνουνε χριστιανούς οι προκομμένοι οι άσπροι, τόσον φόβο πήρανε απ' αυτούς και τόσο τους σιχαθήκανε, που μέσα στη φαντασία τους ο διάβολος δεν ήτανε μαύρος, αλλά άσπρος, σαν τους χριστιανούς. Με κείνα τα ελεεινά κακουργήματα που κάνανε οι άσπροι, οι Αφρικάνοι σιχαθήκανε τον Χριστό, κι όπως μαθαίνουμε σήμερα, στην Άφρικα ξαπλώνεται γλήγορα το Ισλάμ τα τελευταία χρόνια, ακόμα και σε φυλές που είχε κηρυχτεί το Ευαγγέλιο, μ' όλα που κάνανε και κάνουνε οι Ευρωπαίοι ιεραπόστολοι για να σταματήσουνε αυτή την πλημμύρα. Μα ό ψεύτης κι ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται. Οι ψευτοδάσκαλοι πορεύονται σαν να μη διαβάσανε πως ο Χριστός λέγει"Ο ποιήσας και διδάξας", κι έτσι, όπως σπείρανε, έτσι και θερίσανε, κι ακούνε τους αραπάδες να τους λένε οργισμένα:"Διδάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, φεύγα από δω, εσύ κι ο Χριστός σου".
   Το σκλαβοεμπόριο των αραπάδων έχει μεγάλη ιστορία. Τρακόσα χρόνια βάσταξε κείνο το ντροπιασμένο επάγγελμα, κι όλα τα  σπουδαία έθνη επιδοθήκανε σ' αυτό. Πρωτύτερα πουλούσανε κι αγοράζανε χριστιανοί δεν ήτανε με τον πάπα. Ο θεολόγος Σεπουλβέντας, στα χρόνια του βασιλιά Κάρλου Κουίντου, έγραφε πως πρέπει να εξοντωθεί όποιος δεν θέλει να γίνει κατόλικος. Με την ανακάλυψη της Αμερικής, χρειαστήκανε πολλά χέρια για να δουλέψουνε στις καινούργιες χώρες, και τότε αρχίσανε τα σπανιόλικα καράβια να κουβαλάνε σκλάβους στην Αμέρικα από τα μέρη της Άφρικας που βρίσκουνται κατά τον Ατλαντικό Ωκεανό. Μα, στα χρόνια του Κάρλου Κουίντου, επειδή δεν φτάνανε γι αυτή τη δουλειά τα βασιλικά καράβια, ο βασιλιάς παραχώρησε μια παρτίδα του σκλαβεμπόριου στην Ολλάντα, που είχε το δικαίωμα μοναχά απάνω σε τέσσερις χιλιάδες κεφάλια αραπάδες.
   Αυτή τη δουλειά οι ευσεβέστατοι κείνοι χριστιανοί δεν την είχανε για αμαρτία, κι οι θεολόγοι τους, χειρότεροι από τους Φαρισαίους, κηρύχνανε πως ίσα-ίσα ήτανε χριστιανικό έργο το σκλαβοεμπόριο και βλογημένο, αφού οι σκλάβοι βαφτιζόντανε χριστιανοί και περνούσανε καλύτερη ζωή στα χέρια των άσπρων αφεντικών τους, παρά στην πατρίδα τους. Οι θεολόγοι υποστηρίζανε πονηρά τα λεγόμενά τους μ' ένα σωρό ρητά από την Αγία Γραφή, όπως είναι τούτα τα λόγια που είπε ο Νώε στον εγγονό του Χαναάν: "Επικατάρατος Χαναάν παις. Οικέτης έσται τοις αδελφοίς αυτού", δηλαδή "Καταραμένος να είναι ο Χαναάν. Να 'ναι σκλάβος στ' αδέλφια του". Ο Νώε είχε τρεις γιούς, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ. Από τον Σημ βγήκανε οι Σημίτες δηλαδή οι Εβραίοι κι οι Άραβες, από τον Χαμ βγήκανε οι μαύροι αραπάδες, κι από το Ιάφεθ βγήκανε οι Έλληνες, που τον λέγανε Ιαπετόν, καθώς κι οι Λατίνοι. Ο Χαναάν ήτανε γιός του Χαμ. Λοιπόν, ο Νώε καταράστηκε όσους θα βγαίνανε από το σπέρμα των δυο άσπρων αδελφιών του, του Σημ και του Ιαφέθ. Βλέπεις πως τα βολεύει όλα ο σατανάς στα μυαλά των πονηρών ανθρώπων! 
   Οι Ολλαντέζοι λοιπόν με τον καιρό κάνανε μια σπουδαία εταιρεία για το σκλαβοεμπόριο, που τη βαφτίσανε "Ολλαντέζικη Εταιρεία των Δυτικών Ινδιών", δηλαδή της Αμερικής. Στην αρχή, αυτή η εταιρεία δούλευε για λογαριασμό της Σπάνιας που είχε το μονοπώλειο. Μα από τα 1619 οι Ολλαντέζοι δουλεύανε για λογαριασμό τους. 
   Αργότερα μπήκανε στο χορό οι Εγγλέζοι κι οι Φραντσέζοι. Οι Πορτουγέζοι ήτανε οι πρώτοι σκλαβοέμποροι, και φανήκανε ξεφτέρια σ' αυτή την αγιασμένη δουλειά. Κάνανε μιαν εταιρεία, την "Κομπανία των Αγίων Πάντων". Αλλά κι οι Εγγλέζοι, που αγαπάνε πολύ τα ζώα και τους μαύρους, δεν πήγανε παρακάτω.   Τέλος, οι Φραντσέζοι είδανε πως με κείνο το βλογημένο    αραποεμπόριο θα μπορούσανενα δυναμώσουνε τα οικονομικά τους, όπως κι έγινε. Η Νάντη στάθηκε η πολιτεία που άνθισε το σκλαβοεμπόριο. Μ' έναν λόγο, ολάκερη η Ευρώπη γέμισε κομπανίες για τους σκλάβους, κι από κείνο το εμπόριο χυνότανε στο θησαυροφυλάκειο των βασιλιάδων τους αρίφνητο χρυσάφι.
   Οι σκλαβοέμποροι ήτανε άρχοντες τιμημένοι από τους βασιλιάδες κι απ' όλον τον κόσμο. Πολλοί απ' αυτούς γινήκανε και μαρκίζοι και κόντηδες.
   Κατά τα 1750, το μονοπώλιο που 'χε η Σπάνια στο σκλαβοεμπόριο άρχισε να κιντυνεύει. Λίγο ως πολύ αρχίσανε να επιδίνουνται σ' αυτό όλες οι χώρες της Ευρώπης.
   Η Αγγλία πάσκισε να χαλάσει αυτό το μονοπώλιο, που έκανε τη Σπάνια να θησαυρίζει, κι έπεσε με τα μούτρα κι αυτή στη βλογημένη κείνη επιχείρηση. Μα σαν ξέσπασε η επανάσταση στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, κι η πονηρή αλεπού έχασε
κάμποσες χώρες και τις εξαγωγές που έκανε στην Αμερική, γίνηκε μονομιάς, με την υποκρισία που τα έχεις όλα.
   Στη Γαλλία το σκλαβοεμπόριο έφτασε σε μεγάλη ακμή, κι οι σκλαβοέμποροι είχανε πολλήν υπόληψη. Η Νάντη στάθηκε η κορυφαία σ' αυτό το κεφάλαιο, κι από μια μικρή πολιτεία γίνηκε η μεγάλη Νάντη που ξέρουμε. Κάθε χρόνο έστελνε στις Αντίλλες δέκα ως δώδεκα χιλιάδες σκλάβους, που της δίνανε κέρδος από δεκάξι ως σαράντα εκατομμύρια. Αυτό βάσταξε πενήντα χρόνια απάνω-κάτω.
   Οι σκλαβοεφοπλιστές είχανε κτίσει μέγαρα για τα γραφεία τους κι αρχοντικά για να κάθουνται, κι όλα τα ταβάνια και τα έπιπλα ήτανε από αμπανόζι*, μαύρο σαν τους δυστυχισμένους αραπάδες που τα πληρώνανε με τη ζωή τους. Χαλιά ακριβά, μεταξωτά και μαλαματένια σερβίτσια. Η κυβέρνηση πολλούς απ' αυτούς τους σκλαβοεμπόρους τους έγραψε στο χρυσό βιβλίο των ευγενών, και τους έδωσε και άρμες* , που τις βάζανε παντού για να  από τις επιδειχτούνε, από πάνω από τις πόρτες, στα ντουλάπια, στα τζάκια, στα μαξιλάρια. Η καλή κοινωνία ζούσε με μεγάλη πολυτέλεια, χάρη στο σκλαβοπάζαρο. Ένας απ' αυτούς τους σκλαβοεμπόρους, ο ΓουλιέλμοςΓκρου, έγινε σύμβουλος του βασιλιά, δικαστής και διευθυντής της Αστυνομίας. Κατά την κηδεία του, ογδόντα νέγροι βαστούσανε λαμπάδες. Στη διαθήκη του άφησε πολλές χιλιάδες
φράγκα στα νοσοκομεία της Νάντης, για να γίνει ένα βρεφοκομείο.
Πριν από τη Νάντη, η Λισμπόνα της Ποτρουγαλίας είχε πλουτίσει από το εμπόριο της μαύρης σάρκας. Δώδεκα χιλιάδες κεφάλια έκανε τζίρο τον χρόνο, μαζί με τη Σεβίλια. Υστερότερα, η πορτουγέζικη "Κομπανία της Γκουινέας" φόρτωνε κάθε χρόνο στα καράβια της τριάντα χιλιάδες αραπάδες, δηλαδή δέκα χιλιάδες τόννους ανθρώπους.
   Άλλη μια "Κομπανία της Γκουινέας" ήτανε στη Γαλλία, που είχε και τον τίτλο "Βασιλική", με την ευλογία του "χριστιανικωτάτου καθολικού βασιλέως". Τα σκλαβοκάραβα της Κομπανίας ήτανε φραντσέζικα και σπανιόλικα, κι οι ναύτες μόνο "καθολικοί", δηλαδή πούροι χριστιανοί, όχι "αιρετικοί". Δόξα σοι ο Θεός, εμείς οι "αιρετικοί", οι ορθόδοξοι, δεν αξιωθήκαμε να κάνουμε αυτή την τιμημένη δουλειά που την είχανε χριστιανικό μονοπώλιο οι "catholiques tres chretiens" δηλαδή "πολύ χριστιανοί καθολικοί".

   Από τη άλλη μεριά, η αυτού Βρεττανική Μεγαλειότης είχε υπογράψει κοντράτο με τη Σπάνια για τριάντα χρόνια, να στέλνει στη σπανιόλικη Αμερική εκατό σαράντα τέσσερις χιλιάδες "κομμάτια της Ιντίας", δηλαδή μαύρους με εκατό λίρες το κεφάλι.
Κατά τα 1870, οι χριστιανικές χώρες της Ευρώπης ρίχνανε στην πιάτσα εκατό χιλιάδες αραπάδες: η Αγγλία τριάντα οχτώ χιλιάδες, η Γαλλία τριάντα μία χιλιάδες, η Πορτουγαλία είκοσι πέντε χιλιάδες, η Ολλάντα τέσσερις χιλιάδες κι η Δανία δυό χιλιάδες.
Όσο περισσότερη γη καλλιεργούσανε στις Ενωμένες Πολιτείες, με καπνό, ρύζι, ζαχαροκάλαμο και λουλάκι, τόσο μεγάλωνε το σκλαβοεμπόριο. Αμέτρητα καράβια ξεμπαρκάρανε χιλιάδες μαύρα κεφάλια, αρσενικά και θηλυκά. Απ' αυτούς βαστάνε τα δεκαεννιά εκατομμύρια οι μαύροι που ζούνε σήμερα στην Αμερική.
   Σ' εμάς, εδώ στην Ανατολή, πουλιόντανε κι αγοραζόντανε χιλιάδες σκλάβοι, άσπροι οι περισσότεροι, από τους πολέμους που κάνανε οι Τούρκοι. Στην Ελληνική Επανάσταση πουλιόντανε σαν τα γίδια οι Έλληνες, στα παζάρια της Πόλης, της Σμύρνης, της Προύσας, της Αλεξάντρειας. Μα, εξόν από τους άσπρους, οι Τούρκοι αγοράζανε ανέκαθεν χιλιάδες αραπάδες από την Άφρικα, κι απ' αυτούς βαστάνε οι μαύροι που βρίσκουνται ακόμα στη Μικρά Ασία. Προ λίγα χρόνια γνώρισα στην Αίγινα έναν γέρο αράπη, που ήτανε και συνονόματος μου, δηλαδή λεγότανε Φώτης. Όπως μου είπε, είχε απομείνει στην Ελλάδα ο παππούς του ύστερ' από την Επανάσταση, και βαφτίστηκε χριστιανός.
   Η κίνηση για την κατάργηση της σκλαβιάς και του σκλαβοεμπόριου δεν είχε πάψει από πολλά χρόνια. Στα 1794 πάρθηκε κάποια απόφαση, μα δεν βάσταξε πολύ.  Τέλος, στα 1815, η Σύνοδος της Βιέννης κήρυξε την απελευθέρωση των σκλάβων και την κατάργηση της δουλείας, στ' όνομα της Αγγλίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Πορτουγαλίας, της Ρωσίας, της Σπάνιας και της Σουηδίας. Σ' αυτή την απόφαση συνέργησε η "Εταιρεία των φίλων των Μαύρων", με πρόεδρο τον Ουίλιαμ Πιτ. Για να γίνεται έλεγχος, είχεν το δικαίωμα τα πολεμικά καράβια της Γαλίας και της Αγγλίας να περιπολούνε στα νερά που συχνάζανε τα σκλαβοκάραβα, και να σταματάνε κάθε καράβι που θα τους φαινότανε ύποπτο, όποια σημαία και να 'χε. Το καράβι που θα πιανότανε έτσι, το θεωρούσανε για κουρσάρικο, και μπορούσανε να το κάψουνε.
   Είπαμε πως η Αγγλία πρωτοστάτησε στο σταμάτημα του σκλαβοεμπόριου, μα πίσω από τη μάσκα της φιλανθρωπίας κρυβότανε το πονηρό σκέδιο ν' αποχτήσει ένα σπουδαίο όπλο για την πολιτική της.
   Με την κατάργηση του σκλαβοεμπορίου γίνηκε ο κόσμος άνω-κάτω, γιατί οι διάφορες χώρες ή κάνανε αυτό το εμπόριο η αγοράζανε σκλάβους για να κάνουνε τις δουλειές τους και στηριζόντανε στα χέρια τους. Οι Ενωμένες Πολιτείες αρχίσανε να ανησυχούνε από τους μαύρους που πληθύνανε στον τόπο τους και συναγωνιζόντανε τους άσπρους, κι η έξαψη καταπάνω στους αραπάδες άπλωνε από τα βορινά ως τη Μπραζίλια, ώσπου ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους βορινούς και τους νοτινούς Αμερικάνους των Ενωμένων Πολιτειών. Με τη νίκη των βορινών, κηρύχτηκε κι εκεί η απελευθέρωση των μαύρων κι η κατάργηση της σκλαβιάς, κι έτσι σταμάτησε εκείνο το φρικτό εμπόριο. Μοναχά στις Αντίλλες και στη Μπραζίλια βάσταξε ακόμα καμιά τριανταριά χρόνια.
   Με την καινούργια κατάσταση, η Αγγλία γίνηκε ο αστυνόμος που φύλαγε όλες τις θάλασσες, τάχα για να πιάνει τα σκλαβοκάραβα. Για να βολευτεί από σκλάβους που της χρειαζόντανε για τις αποικίες που είχε στη Νότια Αμερική, έπιασε και μπαρκάριζε στα καράβια της κούληδες από την Ίντια, κι έτσι το σκλαβοεμπόριο κατά βάθος δεν καταργήθηκε. Μάλιστα άνθισε στις χώρες των μωχαμετάνων, επειδή το Κοράνιο απαγορεύει να γίνουνται σκλάβοι οι μουσουλμάνοι, μα όχι κι οι ειδωλολάτρες, οι γκιαούρηδες, χριστιανοί, βουδιστές και άλλοι. Τέτοιοι σκλάβοι βρίσκουνται ακόμα ως τα σήμερα στις χώρες του Ισλάμ, στην Αραβία, στη Γεμένη κι αλλού.
   Για το σκλαβοεμπόριο και για τους μαύρους σκλάβους, η οικουμένη επί αιώνες γίνηκε άνω-κάτω. Για τους αραπάδες γράφανε όλες οι εφημερίδες, γι αυτούς συστήσανε ένα πλήθος εταιρείες οι "φιλάνθρωποι" σ' όλον τον κόσμο, ένα σωρό βιβλία κι ιστορίες γραφήκανε για τον Παρασκευά, για τον μπαρμπα-Θωμά, για τον πιστό μαύρο φίλο και άλλα.
   Τέλος πάντων, ο μαύρος λευτερώθηκε, μα, όπως γίνεται συχνά, αυτός έβαλε κάτω, στ' αλήθεια, τους άσπρους, τυπώνοντας τη σφραγίδα του απάνω στη ζωή των παλιών αφεντάδων του. Αυτή η σφραγίδα είναι φανερή σήμερα απάνω στο ντύσιμο των άσπρων, στον χορό, στη μουσική, στο θέατρο, στη ζωγραφική, στα φερσίματα, ακόμα και στην εγγλέζικη γλώσσα. Το λεγόμενο "μοντέρνο" πνεύμα βγαίνει, στα περισσότερα, από τους νέγρους. Η μανία της γύμνιας, η αδιαντροπιά, η αδιαφορία, η αγάπη της σαρκικής απόλαυσης, η ξεγνοιασιά, η αλητεία, η προχειρότητα, τα ξαπολυμένα ένστικτα, τα ματς, η γλήγορη αλλαγή της γυναίκας, οι κούκλες κι οι κυβισμοί στην τέχνη, τα χτυπητά χρώματα, όλα έχουνε τη ρίζα τους στους μαύρους. Η πρωτόγονη κι άγρια ορμή τους, το φλογερό κέφι τους, θυμίζει στους άσπρους τον Παράδεισο της ζούγκλας, και χυμίζουνε να τον απολάψουνε, να πιούνε από τη νερομάνα που θα τους ξανανιώσει, αυτούς τους κουρασμένους "πολιτισμένους". Σήμερα ζούμε κάτω από τον ίσκιο του Χαμ, που τον βασάνισε πριν ο Ιάφεθ, ο άσπρος αδελφός του, και τώρα παίρνει εκδίκηση. Ευρώπη κι Αμερική είναι αφιονισμένες από την κρυφή μαύρη μαγιά του, κι ας φαίνουνται στα φανερά πώς αυτές κανονίζουνε τη ζωή της οικουμένης.
   Να δούμε τώρα πώς ζούσανε μέσα στα σκλαβοκάραβα οι μαύροι που ήτανε στοιβαγμένοι.
   Κείνα τα καράβια ήτανε άβολα και στενόχωρα, και βρωμούσανε εύκολα. Έπρεπε λοιπόν να βαστάνε καθαριότητα, για να μην πεθαίνουνε οι σκλάβοι και χάσουνε τη σερμαγιά.
   Οι εφοπλιστές δίνανε αυστηρές παραγγελίες στον καπετάνιο για το κάθε τι, και προ πάντων για να μη γνωριστεί το καράβι πως ήτανε σκλαβοκάραβο.
   Παρακάτω βάζουμε λίγα λόγια από ένα συμφωνητικό ανάμεσα στον εφοπλιστή και στον καπετάνιο:
 
   "Κύριε,
                 Αφού λάβετε όλα τα έγγραφα, των Τελωνείων, του Υπουργείου, το τιμολόγιον του εμπορεύματος, θα αναχωρήσετε όταν ο άνεμος είναι ευνοϊκός, ώστε, Θεού θέλοντος, να ακολουθήσετε τον δρόμον σας, μέχρι του τόπου του προορισμού σας. 
Θα αναφέρετε είς έν πρακτικόν τάς αβαρίας, τας οποίας θα ήτο δυνατόν να έχετε, ώστε να τάς θέσωμεν υπ' όψιν των ασφαλιστών.
Καθ' όλον το ταξίδιόν σας, θα προσέχετε να αποφύγετε παν πλοίον, το οποίον θα σας είναι ανωφελές να γνωρίσετε. Επειδή αι χώραι είς τάς οποίας θα συχνάζετε επιβλέπονται συνεχώς υπό των Άγγλων, να προφυλάττεσθε από του να εκτίθεσθε είς κίνδυνον.
"Θα κάμετε την εργασίαν σας από την Μεζουράδαν έως το Μπανιέλ, εις τόπους εις τους οποίους θα ευρίσκεσθε περισσότερον έν ασφαλεία και όπου θα έχετε τα περισσότερα πλεονεκτήματα, προ πάντων είς ό,τι θα συντελέση είς την πλέον σύντομον διαμονή σας είς τα ύδατα εκείνα.
Κατά την ανταλλαγήν οφείλετε να προφυλάττεσθε από τας απαιτήσεις των φυλάρχων, οίτινες θα ήθελον να ορίζωσιν οι ίδιοι τας τιμάς κατά την επιθυμίαν των, χωρίς να σας πληρώνουν με εκλεκτούς δούλους.
Εάν σας μείνη υπόλοιπόν τι εκ των εμπορευμάτων, περαιωθείσης της ανταλλαγής, θα τα επιστρέψετε κατά την επάνοδόν σας. Δεν θα είναι πρέπον να τα δώσετε έναντι υποσχέσεων, αίτινες δεν τηρούνται ποτέ. Θα δυνηθήτε να τα πωλήσετε επικερδώς είς τας αποικίας.
Να επιστήσετε την προσοχή σας, ώστε να δέχεσθε, κατά το δυνατόν, μόνον δούλους υγιείς και με καλήν σωματικήν διάπλασιν, ηλικίας από δεκατριών μέχρις είκοσιν ετλων. Είς την ηλικίαν ταύτην υπόκεινται ολιγότερον είς την μελαγχολίαν και πωλούνται καλύτερον είς τας αποικίας μας.
Να φροντίσετε να χρωματίσετε το πλοίον σας ολίγας ημέρας προτού προσεγγίσετε είς την αποικίαν, δια να μη δώσετε ουδεμίαν υπόνοιαν. 
Εάν κατά την επιστροφήν σας σάς συμβή να λάβετε ανάγκην ύδατος, ζωοτροφιών και αναψυκτικών διά το πλήρωμα και διά το φορτίον σας, δύνασθε κατά προτίμησιν να αγκυροβολήσετε είς την Γουιάναν, εντός του ποταμού Απροάνου. Σας υποδεικνύομεν την θέσιν ταύτην ώς τηνπλέον ασφαλή και πλεονεκτικήν.
Εν ή περιπτώσει δεν δυνηθήτε να κάμετε τίποτε είς την αποικίαν ταύτην, ν' αποπλεύσετε όσον το δυνατόν ταχύτερον και να διευθυνθήτε προς την νήσον Κούβαν, είς τον λιμένα της Αγίας Τριάδος. Αφού φθάσετε είς αυτόν τον λιμένα, αποστείλατε ένα αξιωματικόν, όπως ειδοποιήση τον κύριον Μ. δια την άφιξιν σας, ίνα σας παράσχη τα μέσα δια την ασφαλή εκφόρτωσιν του εμπορεύματος σας, επαγρυπνών πάντοτε, κατά την απουσίαν του αξιωματικού, δια ν' αποφύγετε πάντα αιφνιδιασμόν. Άπαξ τεθή το φορτίον σας εν ασφαλεία θα ασχοληθήτε μετά του κ. Μ. δια την πώλησιν.
Τέλος, έχοντες πλήρη εμπιστοσύνην προς το πρόσωπον σας, σαςπαρέχομεν το δικαίωμα να ενεργήσετε προς το συμφέρον της επιχειρήσεως.
Κατά τα συμπεφωνημένα, ο υποπλοίαρχος σας θα λάβη δεκαοκτώ λίρας κατά κεφαλήν επί των μαύρων οι οποίοι θα εισαχθούν είς τα ςαποικίας, ο ύπαρχος τέσσαρας λίρας, ο σημαιοφόρος τρεις λίρας και ο ιατρός τέσσαρας λίρας.
Είς περίπτωσιν θανάτου (ό μη γένοιτο), ο υποπλοίαρχος θα σας διαδεχθή είς την κυβέρνησιν του πλοίου και θα συμμορφωθή προς τας παρούσας διαταγάς".

    Ο καπετάνιος που κυβερνούσε ένα σκλαβοκάραβο έπρεπε να είναι καλός έμπορας. Να είναι και πολεμιστής. Ακόμα να είναι και διπλωμάτης, για να ξέρει να καλοπιάνει τους νέγρους βασιλιάδες.
 Φτάνονατς στην ακρογιαλιά της Άφρικας, έπρεπε να βρει έναν πράκτορα, για να του προμηθέψει σκλάβους. Πρακτορεία υπήρχανε από τον ακιρό των Πορτουγέζων. Πολύ συχνά οι πράκτορες ήτανε αραπάδες, που παζαρεύανε τ' αδέλφια τους για λογαριασμό κάποιου μαύρου φύλαρχου ή κάποιας ευρωπαϊκής εταιρείας. Άλλοι καθόντανε κοντά στη θάλασσα, άλλοι ταξιδεύανε παραμέσα στη στεριά.
   Στην αρχή η τράμπα γινότανε με κάτι κοχύλια που περνούσανε για μονέδες, με πανικά της Ίντιας, με χρυσάφι σε κομμάτια με καζάνια. Υστερότερα οι βασιλιάδες ζητούσανε άρματα και πυρομαχικά.
   Στο Σένεγκαλ και στη Γκάμπα τα σκλαβοκάραβα φουντάρανε μέσα στο εμπορικό λιμάνι και στέλνανε τις βάρκες όξω. Φτάνοντας κοντά στη στεριά, ρίχνανε λίγες τουφεκιές ή χτυπούσανε το ταμπούρλο, κι αυτό ήτανε ένα σινιάλο συμφωνημένο, για να ειδοποιήσουνε τους νέγρους πως ήρθανε.
   Στη Σιέρα Λεόνε είχανε για προμηθευτές κάποιους άσπρους  πράκτορες, ολογυρίς ο χρόνος.
   Από τον Κάβο-Μόντε ως τον Κάβο με τις χουρμαδιές, τα σινιάλα γινόντανε από τη στεριά.
   Στη Χρυσή Ακρογιαλιά. η πρώτη δουλειά του καπετάνιου, μόλις άραζε, ήτανε να βγει στη στεριά για ν' αγοράσει χρυσάφι, ώστε να μπορέσει να πληρώσει τους σκλάβους που θα τους φέρνανε. Αυτοί οι σκλάβοι είχανε πιασμένο το χέρι τους μ' ένα ξύλο, που το βαστούσανε απάνω από το κεφάλι τους. 
   Στο Βιντάχ, στο Μπόνι, στο Καλαμπάρ και στο Μπενίνι, το εμπόριο ήτανε πιο συστηματικό. Οι μεσίτες πηγαίνανε απάνω στα καράβια. Καμιά φορά ευκολύνανε τους σκλάβους να το σκάσουνε, για να τοτς πουλήσουνε για δεύτερη φορά.
   Οι αραπάδες που πουλιούντανε, ήτανε σκλάβοι πιασμένοι στον πόλεμο ή καταδιακσμένοι για κανένα έγκλημα. Σαν φτάνανε κάποια σκλαβοκάραβα, οι μαύροι πιάνανε τον πόλεμο και σφαζόντανε μεταξύ τους. Κάποιοι προμηθευτές είχανε αποθήκες για το σκλαβοεμπόριο, και παίρνανε αραπίνες σκλάβες ετοιμόγεννες, που γεννούσανε εκεί μέσα.
   Οι άσπροι για ν' αγοράσουνε τους μαύρους, δίνανε διάφορα, κοχύλια που περνούσανε για μονέδες, γαλάζια μεταξτά της Ανατολής μπαρούτι, καζάνια, σίδερα, κοράλι, πίπες ολλαντέζικες, χάντρες χρωματιστές, ρούμι.
   Στο Γιαουντέν και στο Κάμερουν οι άσπροι δίνανε τριάντα χιλιάδες φράγκα, είκοσι δύο μικρά κατσικάκια κι ένα βόδι για μια μια νεαρή αραπίνα, πενήντα χιλιάδες φράγκα και είκοσι κατσικάκια για μιαν άλλη, είκοσι χιλιάδες φράγκα και δεκατέσσερα γίδια για μιαν άλλη πιο ηλικιωμένη, δεκαχτώ χιλιάδες φράγκα, τέσσερα κατσικάκια, έναν σκύλο κι ένα σακκάκι για μια γυναίκα ακόμα πιο ηλικιωμένη. Το κάθε κατσίκι έκανε οχτώ χιλιάδες. 
   Είπαμε πως δίνανε μεγάλη προσοχή να είναι λαθαρό το καράβι, για να μην αρρωσταίνουνε οι μαύροι. Γι αυτό, πλένανε την απάνω κουβέρτα με πολύ νερό, κάθε βράδυ, μόλις κατεβαίνανε κάτω οι σκλάβοι. Έτσι, είχε τον καιρό να στεγνώσει όλη τη νύχτα, ενώ, αν την πλένανε το πρωί, θα τους περούνιαζε η υγρασία. 
   Οι μαύροι καθόντανε στο κοραδούρο που βρίσκεται ανάμεσα στις δυό κουβέρτες, από τα βασίλεμα του ήλιου ως την ανατολή. Τα κουβούσια τα βαστούσανε ολότελα ανοιχτά, παρεκτός αν είχε θάλασσα, που τους έκανε να τα κλείσουνε. Μα και πάλι δεν τα σφαλούσανε ολότελα.
   Οι αγορασμένοι μαύροι περνούσανε από το Τελωνείο, κι ύστερα τους πηγαίνανε στο καράβι κατά το βασίλεμα του ήλιου. Ευθύς τους δίνανε ένα κομμάτι μπαμπακερό πανί, γιατί ήτανε ολόγυμνοι.
Οι αρσενικοί, από είκοσι χρόνων κι απάνω, δενόντανε δύο δύο με μια σιδερένια μικρή μπάρα με γυριστές τις άκρες, που είχε περασμένους χαλκάδες. Μ' αυτή δένανε τα πόδια τους. Μα, ύστερ' από λίγον καιρό, βγάζανε απ' αυτό το μαρτύριο όποιους μαύρους βλέπανε να είναι ήμεροι, υποταχτικοί και καλοδεχτικοί.
   Οι αραπάδες και τα παιδιά κοιμόντανε στη μέση της μεγάλης κάμαρας. ανάμεσα στις καμπίνες των αξιωματικών. Κάθε μαύρος είχε ορισμένη θέση που κοιμότανε τη νύχτα, σ' όλο το ταξίδι. Κατά τη μέρα, οι μαύροι αλλάζανε θέση απάνω στην κουβέρτα.
Τους πιο χεροδύναμους, τους πιο ηλικιωμένους κι όσους δείχνανε σημάδια πως δε θέλανε να υποταχτούνε, τους βάζανε στην πλώρη του καραβιού. Τους νέους τους βάζανε κοντά στο καμπούνι. Τις γυναίκες και τα παιδιά τα βάζανε πίσω στην πρύμη, ανάμεσα στους ναύτες.
   Κάθε πρωί, μισή ώρα ύστερ' από την ανατολή του ήλιου, ανεβάζανε τους σκλάβους στην κουβέρτα, τέσσερες-τέσσερες, και τους κάνανε επιθεώρηση. Τους βάζανε να νίψουνε το πρόσωπο και τα χέρια τους με θαλασσινό νερό, και να πλύνουμε το στόμα τους με ξύδι, για να μην τους πιάσει το σκορμπούτο, μια ασθένεια που πρήζουνται τα γούλα. Αφού τελείωνε τούτη η υπηρεσία, επιθεωρούσανε τα χαρχάλια τους* και τους στέλνανε να αραδιαστούνε στις θέσεις που τους είχανε βαλει, κι εκεί έπρεπε να καθίσουνε όλη τη μέρα.
   Το πρώτο φαγητό τους το σερβίρανε στις δέκα η ώρα, κι ήτανε έξι ουγγιές ρύζι, κεχρί ή καλαμποκάλευρο νερόβραστο. Τις περισσότερες φορές βάζανε μέσα λίγο αλάτι, λίγη ζάχαρη και μια σταλιά κρέας ή ψάρι. Κάθε γαβάθα είχε μέσα φαγητό για έξι νοματέους.
   Η μοιρασιά του φαγητού ήτανε ένα θέαμα παράξενο. Λίγο πριν χτυπήσει το ρολόγι δέκα, οι μαύροι είχανε γουρλωμένα τα μάτια τους και καρφωμένα με λαιμαργία στη θυρίδα απ' όπου βγάζανε τις λεκάνες με το φαγητό. Λες πως δεν είχανε ανασαμιά, τόση σιωπή βαστούσε απάνω στην κουβέρτα. Η λιχουδιά τους ήτανε τόση, που εκείνη τη στιγμή δεν συλλογιζόντανε , μήτε τις αλυσίδες τους, μήτε τι τους περίμενε. Μόλις χτυπούσανε οι δέκα, σηκωνότανε ένα χαρούμενο μουρμουρητό από τη μιαν άκρη ως την άλλη του καραβιού. Αμέσως κάμποσοι άνθρωποι του καραβιού. Αλλιώς, τα φαγητά θα τα χύνανε και δεν θ' απόμενε τίποτα μέσα στις γαβάθες. Δεν μπορεί να φανταστεί κανένας με τι αχορταγιά πέφτανε οι νέγροι απάνω στο φαγητό.
   Αφού τρώγανε, σκουπίζανε καλά την κουβέρτα. Ύστερα, αφού τα ταχτοποιούσανε όλα, μοιράζανε στον καθένα τη δουλειά που θα 'κανε κείνη τη μέρα. Γιατί έπρεπε να κάνουνε πάντα κάποια δουλειά, για να μην πηγαίνει ο νους τους στο ξεσήκωμα και στην επανάσταση. Το λοιπόν, άλλους τους βάζανε να πλέκουνε μικρά σκοινιά, άλλους να παστρεύουνε τα λαχανικά και τα όσπρια που θα βράζανε για το φαγητό κείνης της μέρας, άλλους πάλι να ξύνουνε και να καθαρίζουνε τα σανίδια που κοιμόντανε απάνω κατά τη νύχτα.
   Σαν τελειώνανε αυτές τις δουλειές, οι δραγουμάνοι τους μαθαίνανε κάποια τραγούδια ή τους λέγανε κάποιες ιστορίες, και μ' αυτά θέλανε να τους δώσουνε να καταλάβουνε πως τους είχανε αγορασμένους για να τους γλυτώσουνε από τ' αφεντικά τους, και πως στις αποικίες θα περνούσανε ζωή χαρισάμενη. Σαν κουραζόντανε από τις ιστορίες, αρχίζανε οι γυμναστικές και τα τσαλίμια, που τα κάνανε οι πιο σβέλτοι ναύτες. Απ' αυτά οι μαύροι νιώθανε πως οι άσπροι ήτανε πιο χεροδύναμοι απ' αυτούς.
   Σαν χτυπούσε το ρολόγι τέσσερες, τους σερβίρανε ένα άλλο φαγητό, το ίδιο με το πρωινό, και το τρώγανε με την ίδια λαιμαργία. Κατόπι, αν ήτανε καλός ο καιρός, πιάνανε για χορό. γιατί ο αράπης, ύστερ' από το φαγητό, τρελλαίνεται για χορό. Η μουσική ήτανε μια τραμπούκα ή κανένα ταμ-ταμ. Γύρω-γύρω μαζευόντανε οι αραπάδες, και χτυπούσανε τα χέρια τους κι ουρλιάζανε. Σε λίγο, ένας μαύρος και μια μαύρη βγαίνανε από τον γύρο, και στεκόντανε ο ένας αντίκρυ στον άλλον, μύτη με μύτη, κι άρχιζε η παράσταση. Στην αρχή φαινόντανε άκεφοι, και σειόντανε και λυγιζόντανε αλαφριά, κουνώντας τα κεφάλια τους, τα χέρια, τους ώμους, και κάνοντας διάφορες γκριμάτσες. Μα σιγά-σιγά ανάβανε κι αγριεύανε, ώσπου να λέγει κανένας πως δεν είναι άνθρωποι, αλλά κάποια αλλιώτικα πλάσματα. Γινόντανε θηρία ανήμερα. Τέλος, ξεθεωμένοι από την κούραση, λαχανιασμένοι, πέφτανε χάμω σαν πεθαμένοι, και πιάνανε άλλοι δυό τον χορό.
   Τη στιγμή που πήγαινε να βασιλέψει ο ήλιος, ακουγότανε το σινιάλο ν' αποτραβηχτούνε στις θέσεις τους. Μοναχά, πριν να γίνει αυτό, τους ψάχνανε καλά-καλά, μην τυχόν κι είχε κλέψει κανένας κάποιο πράγμα που να μπορεί μ' αυτό να κόψει την αλυσίδα του. 
Σαν νύχτωνε και πλύνανε τις κουβέρτες, οι ναύτες αποτραβιόντανε στο καμπούνι, βάζοντας αρματωμένους για να φυλάγουνε. Μετά το φαγητό, οι μισοί ναύτες πιάσανε βάρδια και φυλάγανε ως τα μεσάνυχτα, κι ύστερα φυλάγανε οι άλλοι μισοί, ως τις τέσσερες το πρωί. Στις έξι, όλοι ανεβαίνανε στην κουβέρτα, και κει καθόντανε ως να νυχτώσει. Στα σκλαβοκάραβα, όσο βρισκότανε ο ήλιος ψηλά στον ουρανό, κανένας δεν ξεκουραζότανε.
   Περνούσε ένας μήνας ώσπου να φορτωθούνε στο καράβι όλοι οι μαύροι, ίσαμε διακόσια πενήντα κεφάλια. Απ' αυτούς, οι εκατό μοναχά περνούσανε από το Τελωνείο. Τους άλλους εκατόν πενήντα τους μπαρκάρανε λαθραία. Όλα πια ήτανε έτοιμα, για να σηκωθεί το καράβι στα πανιά, και να πιάσει τον ωκεανό... _____________________________________________________________
Φώτης Κόντογλου, "Αδάμαστες Ψυχές" εκδόσεις 'Αγκυρα


      Λεξάρι
* Άμπανόζι, ο έβενος
* Άρμες, οικόσημα
* Χαρχάλια, σίδερα



  Ουτοπία  

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.