Κυριακή, Νοεμβρίου 3

2:22 μ.μ.


Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας

Διήγημα της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου


Όλα ήταν παγωμένα. Η coca light στη συσκευασία αλουμινίου, τα δάχτυλα των χεριών, τα γόνατα, η μύτη της, ο αέρας, το μαύρο του ουρανού που είχε από ώρες σταθεροποιήσει τη νύχτα, τα λόγια του ".... δεν υπήρξες στη ζωή μου, ούτε θέλω να υπάρξεις...".

Με έναν παράλογο και ειρωνικό τρόπο, όλα ήταν γεμάτα έλλειψη. Κίνησης και ήχου. Το ανθρωπάκι στο φανάρι είχε κοκκινίσει για πάντα. Οι προσπεράσεις αυτοκινήτων δεν ακούγονταν. Καμία διάθεση τα φύλλα να θροΐσουν, τα πόδια να γίνουν βήματα, τα χείλη της να αποφασίσουν, αν θα ζωγραφίσουν κάτι.


Σπίτι να γυρνούσε ή να γύριζε στους δρόμους ;  Γυρνώ και γυρίζω δεν είναι το ίδιο πράγμα σκέφτηκε, μα και τα δύο έχουν κίνηση, ενώ τίποτα δικό της δεν μπορούσε να κινηθεί. Σωριάστηκε στο γρασίδι. Ένα μικρό καταπράσινο νησί στη μέση της πόλης και με λουλούδια γραμμένο το ΑΘΗΝΑ, Αθήνα έλεγε, όχι Αθηνά, μα τα κεφαλαία γράμματα την άφηναν να τονίσει όπως ήθελε, κι έτσι βρήκε οικειότητα, πλάι στο όνομά της και πλάι στο Δρομέα, τον ακίνητο και παγωμένο, όπως όλα σήμερα.

Τα παπούτσια της λάσπωσαν. Αυτόματα πότισμα και μαζί τα δάκρυα που έσταζαν ως το χώμα. Το μπουφάν δεν συγκρατούσε πια το κρύο και το κασκόλ είχε γεμίσει τρύπες κι όλα τη διαπερνούσαν
ως το κόκκαλο. Η φουντίτσα του σκούφου έγερνε. Τα πάντα είχαν χάσει τις ιδιότητες τους, από το παράλογο των λέξεων. Αν όντως... δεν υπήρχε στη ζωή του, πως της είχε μιλήσει ;

Παράλογο δεν ήταν ; Και με τόση ξαστεριά πως ψιχάλιζε ; Με τόσο καθαρό ουρανό πως μπορούσε να βρέχει ;
-  Δεν βρέχει ο ουρανός. Απλώς κλαίω.
-  Κλαίνε και τα αγάλματα εκτός από τους ανθρώπους ;
-  Οποιοσδήποτε πονά, μπορεί να κλάψει. Δεν έχει σημασία το υλικό.
-  Εσύ, από τι είσαι φτιαγμένος ;
-  Από γυαλί.
-  Και γιατί κλαις ;
-  Γιατί είμαι άχρηστος και μου συμπεριφέρονται σαν να είμαι σημαντικός.
-  Μην το λες αυτό. Είναι σημαντικό να ομορφαίνεις το δρόμο. Τα παιδάκια σταματούν μόνο
    και μόνο    για να σε κοιτάξουν και πολλοί οδηγοί σε χαζεύουν, όταν έχει κίνηση και δεν
    μπορούν να τρέξουν.
-  Ούτε εγώ μπορώ να τρέξω. Κι ας δείχνω το αντίθετο. Με θλίβει αυτό.
-  Μπορώ να κάνω κάτι ;
-  Μπορείς. Μονάχα εσύ μπορείς.
-  Γιατί μονάχα εγώ ;
-  Γιατί μονάχα κάποιος που πονά μπορεί να νιώσει και τον πόνο του δίπλα.
-  Με είδες που έκλαιγα ;
-  Σε ένιωσα.
-  Τι θέλεις να κάνω ;
-  Να με κάνεις χρήσιμο. Να δώσεις αξία στο γυαλί μου.
-  Πώς ;
-  Κόψε μου ένα κομμάτι. Αυτό που περισσεύει  στην πλάτη μου. πίσω. Αυτό που με κάνει να
   δείχνω     ότι κινούμαι. Πάρ' το και πήγαινέ το εκεί που το χρειάζονται. Είναι ένα σπίτι πίσω
   από τον πύργο των Αθηνών, σε ένα βρώμικο δρόμο, γεμάτο λακκούβες. Μικρό, υπόγεια,
   χωρίς καλοριφέρ.  Ζει μία μάνα με τρία παιδιά, που πλένει σκάλες για να τα μεγαλώσει.
   Τα παράθυρα του σπιτιού  έχουν σπάσει και μπάζει κρύο. Τζάμι είναι και το δικό μου,
   μπάλωσέ τους το παράθυρο, γιατί με τη σημερινή παγωνιά δεν σου υπόσχομαι ότι θα τους
   βρει το πρωί.  Νιώθω βαριά σαν βράχος στη θάλασσα. Σαν κοτρώνα σε χωράφι. Βήμα δεν
   μπορώ να κάνω, τι μου ζητάς ;
-  Να παραμερίσεις το δικό σου βάρος, για να ελαφρύνουμε το βέρος κάποιου άλλου.

Η Αθηνά υπάκουσε. Έκοψε με δύναμη όλο το πίσω μέρος της πλάτης του Δρομέα, έτρεξε

αμέσως στο βρόμικο δρόμο, το γεμάτο λακκούβες, πίσω από τον Πύργο των Αθηνών, βρήκε
το μικρό, υπόγειο σπίτι που δεν είχε καλοριφέρ και τοποθέτησε κομμάτια γυαλιού στο
σπασμένο του παράθυρο, έτσι που εγκλώβισε απ' έξω όλο το κρύο και τα τρία παιδιά με τη
μαμά τους έκαναν ύπνο γαλήνιο και ζεστό ολόκληρη τη νύχτα.

-  Η αποστολή σου εξετελέσθη. Είσαι ευτυχισμένος τώρα ;

-  Όχι. Έχω μια μικρή χαρά, μα δεν είμαι  ε υ τ υ χ ι σ  μ έ ν ο ς.
-  Τι χρειάζεσαι για να γίνεις ευτυχισμένος ;
-  Χρησιμότητα. Κι άλλη χρησιμότητα.
-  Με ποιόν τρόπο θα το καταφέρεις αυτό ;
-  Με τη δική σου βοήθεια. Μόνος δεν καταφέρνεις τίποτα.
-  Τι θέλεις να κάνω ;
-  Κόψε μου κι άλλο κομμάτι. κόψε μου το λυγισμένο πόδι, αυτό που σε κάνει να δείχνω ότι
    κινούμαι. Παρ' το και πήγαινέ το εκεί που το χρειάζονται. Κάπου πίσω από τα μαγαζιά στου
    Ψυρρή,  ζει ένας ένας μετανάστης που μεταφέρει τζάμια και ακριβά γυαλιά για λογαριασμό
    μίας εταιρείας.  Από την κούρασή του σήμερα έσπασε όλο το εμπόρευμα που είχε για
    μεταφορά, κι αν δεν πληρώσει τη ζημιά θα χάσει τη δουλειά του.  Πήγαινε να του αφήσεις
    στην πόρτα το γυάλινο πόδι μου, να τους επιστρέψει ακόμη πιο πολύ γυαλί από αυτό που
    κατέστρεψε, ώστε να μην τον διώξουν.

Η Αθηνά υπάκουσε. Κλώτσησε με δύναμη το λυγισμένο πόδι του Δρομέα, το πήρε αγκαλιά κι έτρεξε αμέσως να το αφήσει στο σπίτι του μετανάστη, κάπου πίσω από τα μαγαζιά στου Ψυρρή, τυλιγμένο όμως σε μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών, ώστε να μην μπορεί να δει κανείς τι έχει μέσα και του πάρει πριν ξυπνήσει και το παραδώσει αυτός στα αφεντικά του.


-  Η αποστολή σου εξετελέσθη. Φαντάζομαι ότι είσαι ευτυχισμένος πια.

-  Ο καθένας μπορεί να φαντάζεται οτιδήποτε. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι αυτό.
-  Ακόμα δηλαδή δεν έγινες ευτυχισμένος ; Τι άλλο θες ;
-  Να γίνω ολόκληρος χρήσιμος. Βοήθησέ με και σε αυτό. Είναι το τελευταίο που σου ζητώ,
   στο υπόσχομαι, δεν θα σε κουράσω άλλο.
-  Τι θέλεις να κάνω ;
-  Να πάρεις τον κορμό μου, να πάρεις και το τεντωμένο μου πόδι και να το δώσεις όπου υπάρχει  
   ανάγκη. Να περπατήσεις όλη την πόλη, να φτάσεις σε κάθε στενάκι, ακόμα και σε αδιέξοδο,
   κι όπου καταλάβεις ότι χρειάζονται το γυαλί μου, να το χαρίσεις. Σου έχω εμπιστοσύνη θα τα
   καταφέρεις.

Η Αθηνά υπάκουσε. Πήρε μεγάλη φόρα κι έπεσε πάνω σε ότι είχε απομείνει από το Δρομέα. Γκρέμισε τον κορμό και το τεντωμένο του πόδι, γέμισε τις τσέπες και τα χέρια της γυαλί κι άρχισε να τρέχει γοργά, παράλογα και ειρωνικά, όπως ποτέ δεν είχε τρέξει εκείνος, ούτε πριν, παρόλο που έτσι έδειχνε, ούτε τώρα, που δεν είχε τίποτα πια να δείξει.

Κατάφερε να φτάσει στα πιο απόμακρα σημεία της πόλης και να διοχετεύσει το γυαλί όπου το είχαν ανάγκη. Το χάρισε σε ανθρώπους που δεν έβλεπαν καλά, αλλά δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν γυαλιά οράσεως. Το πήγε σε σπουδαίους οφθαλμιάτρους στον Ευαγγελισμό, στο ΓΝΑ και στο Γενικό Κρατικό, για να φτιάξουν γυάλινα μάτια για όσους είχαν χάσει τα αληθινά μάτια σε ατύχημα.

Επειδή η Αθηνά ήταν κορίτσι κι όχι αγόρι, όσο τελείωναν τα πρακτικά ζητήματα πρώτης ανάγκης μοίραζε το γυαλί με άλλα κριτήρια. Ως να φανεί ο πορτοκαλί ορίζοντας στο βάθος της Συγγρού, το γυαλί είχε γίνει δαχτυλίδι μονόπετρο για ένα φοιτητή που το χάρισε στην καλή του, είχε γίνει κορνίζα για την πρώτη φωτογραφία ενός νεογέννητου και την τελευταία ενός παππού με την εγγονή του στα γόνατα, είχε γίνει μπουκάλι κρασιού, για να συνοδεύσει μεγάλες χαρές και μεγάλες λύπες, είχε γίνει στρογγυλή γυάλα με χρυσόψαρα, συντροφιά μιας γριούλας που είχε χάσει παντελώς την ακοή της, μα και κάθε συντροφιά. Διασχίζοντας η Αθηνά την πιλοτή μιας πολυκατοικίας στο Παγκράτι, άκουσε από μια χαραμάδα παραθύρου τη φράση   "... δεν σε αγαπάω πια...  το γυαλί έσπασε....".  Προς στιγμήν σκέφτηκε να χαρίσει κι εκεί λίγο από το γυαλί που κρατούσε για να ξαναγίνουν όλα όπως πριν, αλλά αυτόματα της ήρθε στο νου η φράση "... δεν υπήρχες στη ζωή μου, ούτε θέλω να υπάρξεις ..."  και συνειδητοποίησε ότι κανένα υλικό δεν μπορεί να διορθώσει τη ζημιά μιας κουβέντας...  Έσυρε αργά το βήμα της και ξαναγύρισε στο σημείο που άλλοτε δέσποζε η κορμοστασιά του Δρομέα, ανάμεσα σε γρασίδι και πολύχρωμα λουλούδια.

Η Αθηνά, τσαλαβουτώντας σε μία τεράστια λίμνη γυαλιών, έσκυψε και πήρε αγκαλιά ότι είχε απομείνει. Το κεφάλι του.
-  Η αποστολή σου εξετελέσθη. Είσαι ευτυχισμένος τώρα ;
-  Είσαι ευτυχισμένος ;  Απάντησέ μου...

Απάντηση δεν ακούστηκε ποτέ. Όμως άρχισαν να ακούγονται δεκάδες άλλοι ήχοι, καθώς όλα ξανάβρισκαν σιγά σιγά τη χαμένη τους κίνηση. Τα κλαδιά των δέντρων χόρευαν στη μουσική του χειμωνιάτικου αέρα και το ανθρωπάκι στο φανάρι βημάτιζε σε πράσινη απόχρωση. Ακούγονταν δυνατά οι κόρνες και όλες οι προσπεράσεις αυτοκινήτων. Όσο κιτρίνιζε ο ήλιος στον ουρανό και τα σύννεφα άλλαζαν σχήμα και θέση, ο ρυθμός του πρωινού έγινε τόσο γρήγορος που κανείς δεν πρόσεξε πως στο σημείο που μέχρι χθες έτρεχε ο Δρομέας, τώρα δεν έτρεχε τίποτα. Δεν έτρεχε τίποτα, για κανέναν.

Αργά το μεσημέρι, δύο άνδρες του ΕΚΑΒ πλησίασαν και πήραν με φορείο τη νεκρή Αθηνά. για να αποφανθούν ότι καρδιά της σταμάτησε επειδή τα τραύματα γυαλιού της είχαν προκαλέσει ακατάσχετη αιμορραγία κι έχανε αίμα επί ώρες, μες το κρύο. Κόσμος άρχισε να συρρέει και να αναρωτιέται γεμάτος περιέργεια τι συνέβη.  Σύγκρουση ;  Αυτοκινητικό ;  Κι αν ναι, που είναι το αυτοκίνητο, το μηχανάκι ;  Με τι τράκαρε ;  Πως έγινε ;  Και καλά η κοπέλα, αλλά κοτζάμ άγαλμα πώς γκρεμίστηκε ; Ώσπου να νυχτώσει κι όλα να παγώσουν ξανά, μαζεύτηκαν πολλά ερωτήματα και πολύς κόσμος, μα ίσως επειδή είχε μονάχα περιέργεια και όχι ενδιαφέρον, δεν κατάφερε ποτέ να μάθει την αλήθεια.
________________________
Κωνσταντίνα Τασσοπούλου

Το διήγημα είναι επηρεασμένο από τον ομώνυμο "Ευτυχισμένο πρίγκιπα" του Όσκαρ Ουάιλντ. 
Στην πραγματικότητα ο Όσκαρ Ουάιλντ δεν υπήρξε κλασσικός παραμυθάς, αν και το φανταστικό είναι στοιχείο που υπάρχει στα κείμενα του. Ο ιδιοφυής Ιρλανδός έγραψε τον "Ευτυχισμένο Πρίγκιπα"  
το 1888, έντεκα χρόνια πριν προκαλέσει σάλο με τον Ντόριαν Γκρέι.  Πρόκειται για μια τρυφερή ιστορία ενός αγάλματος και ενός χελιδονιού, σε ένα θλιμμένο αλληγορικό αριστούργημα. 

Utopia

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.