Κυριακή, Οκτωβρίου 19

1:21 μ.μ.




Το σχήμα του Σπαθιού

Χόρχε Λουίς Μπόρχες
μετάφραση Αχ. Κυριακίδης

          Μια μνησίκακη ουλή αυλάκωνε το πρόσωπο του, ένα τόξο σταχτί, σχεδόν τέλειο, που τον ρυτίδωνε από το μηλίγγι ως το μάγουλο. Το αληθινό του όνομα δεν έχει σημασία. 
   Όλοι στο Τακουαρεμπό τον έλεγαν  "ο Εγγλέζος της Κολοράδα".  
   Ο Τσιφλικάς της περιοχής εκείνης, ο Καρδόσο, δεν πουλούσε... Έχω ακούσει πως ο Εγγλέζος κατέφυγε τότε σ' ένα απρόβλεπτο επιχείρημα: του εκμυστηρεύτηκε την ιστορία της ουλής. 
   Ο Εγγλέζος είχε έρθει απ' τα σύνορα, απ' το Ρίο Γκράντε ντελ Σουρ.  Δεν έλειψαν κι αυτοί που έλεγαν πως ήταν κοντραμπαντιέρης  (λαθρέμπορος) στη Βραζιλία. 
   Τα χωράφια ήταν χέρσα, το νερό στις ποτίστρες, γλυφό. Για να φτιάξουν όλα αυτά, ο Εγγλέζος δούλεψε σκληρά, όσο και οι πεόν  (υπηρέτες) του.    
   Έλεγαν πως ήταν αυστηρός μέχρι σκληρότητας, αλλά δίκαιος ως εκεί που δεν παίρνει. Έλεγαν ακόμα πως έπινε: κάμποσες φορές το χρόνο, κλειδωνόταν στη σοφίτα κι επανεμφανιζόταν μετά από δυο-τρεις μέρες, θαρρείς κι έβγαινε μέσ' από μια μάχη ή έναν ίλιγγο, χλομός, τρεμάμενος, αποσβολωμένος κι έτσι αυταρχικός όπως πριν. 
   
   Θυμάμαι τα παγερά του μάτια, τη δραστήρια λιποσαρκία του, το γκρίζο μουστάκι του. Δεν έκανε παρέα με κανέναν, είναι αλήθεια πως τα ισπανικά του ήταν υποτυπώδη, ανάκατα με βραζιλιάνικα. Εκτός από κανένα εμπορικό γράμμα ή τίποτα φυλλάδια, δεν έπαιρνε αλληλογραφία. 

   Την τελευταία φορά που έκανα ένα ταξίδι βόρεια, μια πλημμύρα του ποταμού Καραγουατά μ' ανάγκασε να περάσω τη νύχτα στην Κολοράδα.  Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα λεπτά για να αισθανθώ ανεπιθύμητος. Προσπάθησα να χαριεντιστώ με τον Εγγλέζο, προσέφυγα στο λιγότερο διορατικό απ' όλα τα πάθη: τον πατριωτισμό. 

   Είπα πως μια χώρα με το πνεύμα της Αγγλίας δεν μπορεί παρά να είναι ακατανίκητη. Ο συνομιλητής μου δε διαφώνησε, αλλά πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο ότι εκείνος δεν ήταν Άγγλος, ήταν Ιρλανδός, απ' το Ντανγκάρβαν. Και, λέγοντας αυτό, σταμάτησε απότομα, σαν να 'χε αποκαλύψει ένα μυστικό. 

   Μετά το δείπνο, βγήκαμε να δούμε τον ουρανό. Είχε ξαστερώσει, αλλά, πίσω από τους λόφους, ο νοτιάς σκιζόταν και χαρακωνόταν απ' τις αστραπές, φέρνοντας κι άλλη καταιγίδα. Στην ξαστερωμένη τραπεζαρία, ο πεόν που μας είχε σερβίρει το δείπνο, έφερε ένα μπουκάλι ρούμι. Ήπιαμε αργά αργά, αμίλητοι.


   Δεν ξέρω τι ώρα ήταν όταν κατάλαβα πως είχα μεθύσει. Ούτε ξέρω ποια έμπνευση ή ποια ευφροσύνη ή ποια βαρεμάρα μ' έκανε ν' αναφέρω την ουλή. Το πρόσωπο του Εγγλέζου άλλαξε έκφραση... για λίγα δευτερόλεπτα, πίστεψα πως θα με πετούσε έξω. Στο τέλος, μου είπε με τη συνηθισμένη φωνή του:

   - "Θα σας πω την ιστορία της ουλής μου, αλλά μ' έναν όρο: να μην απαλείψω κανένα περιστατικό ατιμίας, καμιά ταπείνωση". 

   Δέχτηκα. Η ιστορία που μου αφηγήθηκε, είχε ανάκατα αγγλικά κι ισπανικά, ακόμα και πορτογαλικά:


   ["Γύρω στο 1922, σε μια πόλη του Κοντ, ήμουν ένας απ' τους τόσους που συνωμοτούσαν για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας.  Απ' τους συντρόφους μου, κάποιοι επέζησαν ασχολούμενοι  με φιλειρηνικά έργα. 

   Άλλοι -κι αυτό είναι πολύ παράδοξο- πολέμησαν στις θάλασσες, ή στην έρημο, κάτω απ' την αγγλική σημαία. 
   Ένας άλλος, που άξιζε πιο πολύ απ' όλους, πέθανε μιαν αυγή στο προαύλιο ενός στρατώνα, τουφεκισμένος από άντρες γεμάτους ύπνο. Άλλοι πάλι (όχι οι πιο δυστυχισμένοι) βρήκαν το ριζικό τους στις ανώνυμες, σχεδόν μυστικές μάχες του εμφυλίου. 
   Είμαστε δημοκράτες, Καθολικοί. Είμαστε, όπως υποψιάζομαι, ρομαντικοί. Για μας, η Ιρλανδία δεν ήταν μόνο το ουτοπικό μέλλον και το αφόρητο παρόν: ήταν μια πικρή και τρυφερή μυθολογία, ήταν και οι κυκλικοί πύργοι και οι κόκκινοι βάλτοι, ήταν η αποπομπή του Παρνέλ και τα τεράστια έπη που τραγουδούν την αρπαγή των ταύρων, οι οποίοι σε μιαν άλλη ενσάρκωση ήταν ήρωες, και σ' άλλες, ψάρια και βουνά... 
   Ένα σούρουπο, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, μας έφτασε ένας σύντροφος απ' το Μίνστερ: κάποιος Τζον Βίνσεντ Μουν. 

   Θα 'ταν δε θα 'ταν είκοσι χρονών. Ήταν ταυτόχρονα αδύνατος και πλαδαρός. Σου έδινε τη δυσάρεστη εντύπωση ότι ήταν ασπόνδυλος. Είχε μελετήσει με πάθος και ματαιοδοξία όλες τις σελίδες κι εγώ δεν ξέρω ποιου κομμουνιστικού εγχειριδίου. Ο διαλεκτικός υλισμός τού χρησίμευε για να κλείνει οποιαδήποτε συζήτηση. 

Οι λόγοι που μπορεί να 'χει ένας άνθρωπος για να μισήσει κάποιον άλλον ή να τον αγαπήσει, είναι άπειροι: ο Μουν συρρίκνωνε την Παγκόσμια Ιστορία σε μια ποταπή οικονομική διαπάλη. 
   Έλεγε κατηγορηματικά ότι η επανάσταση ήταν προορισμένη να θριαμβεύσει. Του είπα πως ένας τζέντλεμαν δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται μόνο για χαμένες υποθέσεις... 
   Είχε κιόλας νυχτώσει, συνεχίσαμε να διαφωνούμε στο διάδρομο, στις σκάλες, στους άδειους δρόμους. 
   Δε μ' εντυπωσίαζαν τόσο πολύ οι απόψεις του Μουν όσο το αδιαμφισβήτητο δογματικό του ύφος. Ο καινούργιος σύντροφος δε συζητούσε. Αποφαινόταν με ακαταδεξία και με κάποια οργή. 

   Καθώς φτάναμε στα τελευταία σπίτια, μια ξαφνική ομοβροντία μας κατακεραύνωσε. (Λίγο πριν ή λίγο μετά, πηγαίναμε σύρριζα στον γυμνό τοίχο μιας φάμπρικας ή ενός στρατώνα.)  

   Στρίψαμε σ' ένα χωματόδρομο.  Από μια φλεγόμενη παράγκα ξεπρόβαλε ένας στρατιώτης, πελώριος μες στο φέγγος της φωτιάς. Μας φώναξε να σταματήσουμε. 
   Τάχυνα το βήμα μου. Ο σύντροφος δε μ' ακολούθησε. Γύρισα να δω: ο Τζον Βίνσεντ Μουν ήταν ακίνητος, σαγηνευμένος, θαρρείς μαρμαρωμένος απ' τον τρόμο. 
   Έτρεξα αμέσως, έριξα χάμω τον στρατιώτη μ' ένα χτύπημα, πήγα στον Βίνσεντ Μουν, τον ταρακούνησα, του 'βαλα τις φωνές, τον διέταξα να μ' ακολουθήσει. 
   Πήραμε τρέχοντας τους δρόμους, μέσα στη νύχτα που ήταν διάτρητη από τις φωτιές. Μια άλλη ομοβροντία  μας πήρε στο κυνήγι... μια σφαίρα έξυσε τον δεξιό ώμο του Μουν. Καθώς τρέχαμε μέσα στα πεύκα, άκουγα  τ' αναφιλητά του. 

   Εκείνο το φθινόπωρο του 1922, είχα βρει καταφύγιο στην έπαυλη του στρατηγού Μπέρκλι, ο οποίος (δεν τον είχα δει ποτέ μου) ασκούσε κάποια διοικητικά καθήκοντα στη Βεγγάλη. 

   Το οίκημα δεν ήταν ούτε εκατό χρονών, αλλά ήταν ρημαγμένο, θεοσκότεινο, γεμάτο μπερδεμένους διαδρόμους και περιττούς προθαλάμους. Το μουσείο κι η τεράστια βιβλιοθήκη έπιαναν όλο το ισόγειο: τα επίμαχα και αντιφατικά βιβλία που, κατά κάποιον τρόπο, είναι η Ιστορία του 19ου αιώνα, τα γιαταγάνια από το Νασιπούρ, που τα λαφυραγωγημένα τόξα τους ανέδιδαν, θαρρείς, τον άνεμο και τη βία των μαχών. 
   Αν θυμάμαι καλά, μπήκαμε απ' την πίσω πόρτα. Ο Μουν, με τα χείλια του τρεμάμενα και στεγνά, ψιθύρισε πως τα νυχτερινά επεισόδια είχαν ενδιαφέρον του 'δεσα την πληγή, του 'φτιαξα ένα τσάι. Το "τραύμα" του ήταν επιπόλαιο. Ξαφνικά, ψέλλισε σαν να τα 'χε χαμένα:
   -"Μα εσείς ριψοκινδυνεύσατε πολύ!"
   Του είπα να μην ανησυχεί. (Έκανα ότι έκανα, απ' τη συνήθεια του εμφυλίου, έπειτα, η σύλληψη ενός μέλους μπορούσε να κάνει κακό στον αγώνα μας.)
   Την άλλη μέρα μέρα, ο Μουν είχε ξαναβρεί τον εαυτό του. Δέχτηκε ένα τσιγάρο που του πρόσφερα, και με υπέβαλε σε εξονυχιστική ανάκριση για τους "οικονομικούς πόρους του επαναστατικού μας κόμματος". 
   Τα ερωτήματα του ήταν πολύ ξεκάθαρα. Του είπα (και δεν έλεγα ψέματα) πως η κατάσταση ήταν σοβαρή. Βαριές ομοβροντίες συγκλόνιζαν το νότο. Είπα στον Μουν ότι οι σύντροφοι θα μας περίμεναν. Το πανωφόρι μου και το περίστροφο μου ήταν στο δωμάτιο μου. Όταν γύρισα, ο Μουν ήταν ξαπλωμένος στο σοφά, με τα μάτια κλειστά. Είπε πως πρέπει να είχε πυρετό, προφασίστηκε έναν οδυνηρό σπασμό στον ώμο.
   Τότε κατάλαβα πως η δειλία του ήταν αθεράπευτη. Του συνέστησα αδέξια να προσέχει, κι έφυγα. 
   Αυτός ο φοβισμένος άνθρωπος μ' έκανε να ντρέπομαι, θαρρείς και ο δειλός ήμουν εγώ και όχι ο Βίνσεντ Μουν. 
   Ό,τι κάνει ένας άνθρωπος, είναι σαν να το 'χουν κάνει όλοι οι άνθρωποι. Δεν είναι άδικο, λοιπόν, που ένα κρούσμα απειθαρχίας σ' έναν κήπο μόλυνε το ανθρώπινο γένος. 
   Δεν είναι άδικο, λοιπόν, που η σταύρωση ενός και μόνο Ιουδαίου ήταν αρκετή για να το σώσει. Ίσως έχει δίκιο ο Σοπενάουερ: εγώ είμαι οι άλλοι, κάθε άνθρωπος είναι όλοι οι άνθρωποι, ο Σαίξπηρ είναι κατά κάποιον τρόπο αυτός ο άθλιος Τζον Βίνσεντ Μουν.

   Περάσαμε εννέα μέρες στο θεόρατο σπίτι του στρατηγού. Δε θα πω τίποτα για τις αγωνίες και τις εκλάμψεις του πολέμου: σκοπός μου είναι να σας πω την ιστορία αυτής εδώ της ουλής που με προσβάλλει. 

   Αυτές, λοιπόν, οι εννέα μέρες, μέσα στο μυαλό μου είναι μία μέρα, αν εξαιρέσουμε την προτελευταία, που οι δικοί μας μπήκαν σ' ένα στρατώνα και καταφέραμε να πάρουμε ακριβή εκδίκηση για τους δεκάξι συντρόφους που είχαν τουφεκιστεί στο Έλφιν. Έβγαινα απ' το σπίτι με το συγκεχυμένο φως του ξημερώματος και γύριζα με το που βράδιαζε. 
   Ο σύντροφός μου με περίμενε στο πρώτο πάτωμα: το τραύμα δεν του επέτρεπε να κατέβει στο ισόγειο. Τον θυμάμαι μ' ένα βιβλίο πολεμικής στρατηγικής στο χέρι: Φ.Ν. Μοντ ή Κλάουζεβιτς. 
   - "Το όπλο που προτιμώ, είναι το πυροβόλο" μού εξομολογήθηκε μια νύχτα. 
   Ρωτούσε για τα σχέδια μας. Του άρεσε να τα επικρίνει ή να τα διορθώνει. Συχνά, επίσης, κατηγορούσε την "αξιοθρήνητη οικονομική μας βάση".   Δογματικός και σκυθρωπός, προφήτευσε το καταστροφικό τέλος. 
   - ''C' est une affaire flambee" (είναι μια καμμένη υπόθεση) μουρμούριζε. 
   Για να δείξει πόσο λίγο τον ενδιέφερε η φυσική του δειλία, μεγιστοποιούσε την πνευματική του αλαζονεία. Έτσι, καλά ή κακά, πέρασαν εννέα μέρες. 

   Τη δέκατη μέρα,η πόλη έπεσε οριστικά στις δυνάμεις των Black and Tans. Ψηλοί, σιωπηλοί έφιπποι περιπολούσαν στους δρόμους. Ο αέρας έφερνε στάχτη και κάπνα. Σε μια γωνιά είδα ένα πτώμα ριγμένο στο δρόμο. 
   Πιο επίμονη, όμως, είναι η θύμηση που έχω από ένα ανδρείκελο: το 'χαν πετάξει οι στρατιώτες στο κέντρο μιας πλατείας και το πυροβολούσαν ασταμάτητα... 
   Είχα βγει χαράματα απ' το σπίτι, πριν μεσημεριάσει, είχα επιστρέψει. Ο Μουν ήταν στη βιβλιοθήκη και μιλούσε με κάποιον. 
   Απ' τον τόνο της φωνής του κατάλαβα πως μιλούσε στο τηλέφωνο. Τότε άκουσα τ' όνομα μου. Ύστερα πως θα γύριζα στις εφτά... Ύστερα την υπόδειξη να με συλλάβουν όταν θα περνούσα τον κήπο. Ο λογικός φίλος μου με πουλούσε σε λογική τιμή. Τον άκουσα να ζητά εγγυήσεις για την προσωπική του ασφάλεια.

   Εδώ η ιστορία μου μπερδεύεται και χάνεται. Ξέρω πως κυνήγησα τον καταδότη μέσα από σκοτεινούς εφιαλτικούς διαδρόμους, πάνω σε ατελείωτες ιλιγγιώδεις σκάλες. Ο Μουν γνώριζε πολύ καλά το σπίτι, πολύ καλύτερα από μένα. Τον έχασα μια δυο φορές. 

   Από μια κρεμασμένη στολή του στρατηγού τράβηξα ένα γιαταγάνι. Μ' εκείνο το μισοφέγγαρο από ατσάλι χάραξα στο πρόσωπό του για πάντα, ένα μισοφέγγαρο από αίμα. 
Ακούστε, Μπόρχες: έκανα αυτή την εξομολόγηση σε σας, που είστε ένας άγνωστος. Η περιφρόνησή σας δε θα με λυπήσει τόσο πολύ.
   Εδώ ο αφηγητής σταμάτησε. Πρόσεξα πως τα χέρια του έτρεμαν. 
   - "Και ο Μουν;" το ρώτησα.
   - "Πήρε τα τριάντα αργύρια και το 'σκασε στη Βραζιλία.    Εκείνο το απόγευμα, στην πλατεία, είδα κάτι μεθυσμένους να πυροβολούν ένα ανδρείκελο."
   Μάταια περίμενα τη συνέχεια της ιστορίας. Κάποια στιγμή, του είπα να συνεχίσει.
   Και τότε ένας λυγμός τον τάραξε σύγκορμο...  με μια αδύναμη πραότητα, μου έδειξε την καμπύλη, ασπρειδερή ουλή.
   - "Δεν με πιστεύετε;" ψέλλισε. "Δεν έχω εδώ, στο πρόσωπο μου πάνω, το σημάδι της ατιμίας μου; Σας αφηγήθηκα την ιστορία με τέτοιον τρόπο, ώστε να μ' ακούσετε ως το τέλος. Εγώ κατέδωσα τον άνθρωπο που με προστάτεψε εγώ είμαι ο Βίνσεντ Μουν.  
Και τώρα περιφρονήστε με."
______________________________


Χόρχε Λουίς Μπόρχες, "Μυθοπλασίες"
μετάφραση Αχ. Κυριακίδης
_______   εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα



                                           Θάλασσα! Μητέρα, Αδελφή, Ερωμένη
                                           Mέσα στο ηλιοβασίλεμα... Να βλέπεις ένα πένθιμο χρυσάφι
                                           Μονάχα να σ' αγαπώ όπως είσαι
                                           Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
                                           Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε...                                        
                                           Οι τέσσερις Άγιες Αλήθειες                                         
                                           Σιγά σιγά.. Μαθαίνεις...                              
                                           Κάρμα, ένας Σκληρός Νόμος, Σατόρι και Νιρβάνα
                                           Η Απόλυτη βιβλιοθήκη του Μπόρχες                            

  Ουτοπία  

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.