Παρασκευή, Νοεμβρίου 15

7:55 μ.μ.



                                                                                           Διήγημα του Γιώργου Ρομπόλα
Με λένε Νίκο. Το όνομά μου είναι Νίκος. Ονομάζομαι Νίκος.
Περιμένω στην ουρά να πάρω φάρμακα. Φάρμακα για καρκίνο. Όχι για μένα. Για τη θεία μου είναι. Τραβιέται καιρό τώρα και περιμένω εγώ να της πάρω τα φάρμακα γιατί... 
Γιατί, τέλος πάντων, μου έχει σταθεί πολύ στη ζωή μου. Το κάνω κάθε μήνα. και  μετά  πάω για καφέ στην ταράτσα του "Μπέμπη" απέναντι -η μάλλον πήγαινα. 

Χτες έχασα τη σειρά μου για τα φάρμακα γιατί βγήκα έξω από κάτι φωνές που άκουσα. και σήμερα, να 'μαι πάλι εδώ. Ήταν τέσσερα γομάρια και έσερναν τον "Μπέμπη".  Αν είναι δυνατόν, γέρο άνθρωπο ! Ο "Μπέμπης" ήταν ένας ήρωας, ο "Μπέμπης" είναι ατομάρα, είναι γίγαντας !

 Ο "Μπέμπης" είναι οικογενειακός γνωστός. Είναι ένας γέρος, πρώην τσιλιαδόρος, που την αράζει ή την άραζε στο σπίτι-ταράτσα που έχει διαμορφώσει.  

Ο "Μπέμπης" κατά κόσμον Γιάννης Κούρσαλης, γεννήθηκε προπολεμικά στην Αθήνα. 
Κοντοπίθαρος, μαυρομάλλης, πονηρός, καταφερτζής, αθεράπευτα ρομαντικός, γέννημα-θρέμμα της πόλης.  Γίγαντας. 
Έκανε καριέρα, κατά κύριο λόγο, στο πεζοδρόμιο της Αριστοτέλους και Μαγνησίας, φιλώντας τσίλιες. Όποτε είχε λεφτά στα χέρια του τα σκορπούσε. Όχι μόνο στα χαρτιά και στα ζάρια. Όπου μπορούσε. 

Κάποτε, στα 80'ς, είχε αγοράσει ολόκληρη μπασκέτα για να παίζουν τα παιδιά της γειτονιάς. κάποτε ήταν και αυτός παιδί.  Όχι ότι τώρα δεν είναι.  Απλώς τότε ήταν έφηβος, εκκολαπτόμενος άντρας.
Ο "Μπέμπης" θεωρούσε τον εαυτό του ξύπνιο. Και ήταν. Γιος της μάνας του. Ο πατέρας του τους παράτησε. Τυπική ιστορία. Δούλευε σε ποδηλατάδικο για να τη βοηθάει. μΑλλά πάντα έψαχνε το "μεγάλο κόλπο". 
Βρέθηκαν με το σπίτι τους υποθηκευμένο. Χρέη πάνω σε άλλα χρέη. "Θα το σώσουμε το σπίτι μάνα", της έλεγε και κείνη σκοτείνιαζε. Μια μέρα έδωσε στον έφηβο γιο της τα τελευταία λεφτά τους να τα καταθέσει στην τράπεζα. Εκείνος θα έσωζε το σπίτι με το κόλπο που 'χε σκεφτεί. 
Πρώτη φορά σε μπαρμπουτιέρα και έπαιξε όλα τα λεφτά του σε μια ζαριά. Και έχασε. Βούτηξε τσατισμένος τα ζάρια του νικητή και μέχρι να γυρίσει σπίτι είχε ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Είχε πειστεί ότι τα ζάρια είναι τυχερά και την άλλη φορά, με αυτά τα ίδια ζάρια, θα έσωζε το σπίτι τους. 
Γιατί είπαμε, ο "Μπέμπης" ήταν αθεράπευτα ρομαντικός. Το 'πε στη μάνα του. Έφαγε δυό σφαλιάρες, του πήρε τα ζάρια και τα πέταξε από το παράθυρο της μονοκατοικίας τους. 
Το έχασαν το σπίτι σε πλειστηριασμό και εκεί που κάποτε ήταν η αυλή τους, φύτρωσε μια πολυκατοικία.  
Το "έκτρωμα" στέκεται ακόμη όρθιο δίπλα στο Θεραπευτήριο του ΙΚΑ, ένα δρόμο πάνω από την  Αλεξάνδρας.  Τυπική ιστορία, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται... 

Πριν από δύο χρόνια ο Ιάκωβος άρχισε να βήχει και δεν μπορούσε να σταματήσει με τίποτε. Αναπνευστική ανεπάρκεια. Πολύ τσιγάρο. Όταν το έμαθε γύρισε στην ταράτσα του, μίλησε στο αγαπημένο του καναρίνι, τον "Χρηστάκη"., άναψε ένα τσιγάρο. 
Άναψε δεύτερο, κοίταξε το συννεφιασμένο αθηναϊκό ουρανό, ξεφύσηξε, χαμογέλασε αργά και έβαλε τα κλάματα. Από τότε το οξυγόνο έγινε αχώριστος σύντροφος του. 

Στην ταραγμένη δεκαετία του 1960, ο "Μπέμπης" είχε κάνει όνομα στο χώρο των χαρτοπαικτικών λεσχών.  Ιδανικός τσιλιαδόρος. Τα χρόνια είχαν περάσει, είχε χάσει τη μάνα του. Αλλά δεν μπορούσε να ξεπεράσει ότι εκεί που καθόταν και έπαιζε μωρό, τώρα είχε φυτρώσει πολυκατοικία. Τον έτρωγε !

Είχε βάλει σκοπό να εξιλεωθεί, είχε πειστεί ότι ο "άρχοντας" της πολυκατοικίας έφταιγε για το "έκτρωμα". Είχε πάρει τις πληροφορίες του για το χοντρό διευθυντή τράπεζας, υπεύθυνο της ανέγερσης του πολυωρόφου κτιρίου, ιδιοκτήτη του, κάτοικο του ρετιρέ και πλειοδότη του πλειστηριασμού της μονοκατοικίας του.  Θα του το ξε-πλή-ρω-νε.  Όπως μπορούσε.

Από μικρός στα κόλπα, ήξερε να φυλάει τσίλιες, μέχρι και σκυλάκια ώριμων κυριών έβγαζε βόλτα που και που...  Είχε μάθει να παραβιάζει και πόρτες.  Και πάνω από όλα πίστευε στην τύχη του. 
Και ένα βράδυ φθινοπώρου αποφάσισε να μπουκάρει στο ρετιρέ του τραπεζίτη. 

Έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτεί.  Ανέβηκε πέντε ορόφους, σιωπηλός, στάθηκε στο κατώφλι του ρετιρέ.  Διάβασε "Αχιλλέας και Ερμιόνη Παππά" στο κουδούνι, παραβίασε την πόρτα και χώθηκε μέσα σαν ποντικός.  Σκοτάδι.  Ησυχία.  Προχώρησε μέχρι το υπνοδωμάτιο να σιγουρευτεί ότι κοιμούνται και είδε το τεράστιο σώμα του τραπεζίτη να ταλαντεύεται στο ρυθμό του ροχαλητού δίπλα στη μικροσκοπική του γυναίκα.  Ήρεμος άρχισε να ψαχουλεύει το σπίτι, βρίσκοντας μερικά χαρτονομίσματα στο τραπέζι της κουζίνας.  Ήταν μια καλή βραδιά.  Το γλέντησε για μια βδομάδα. 

Ένιωθε δικαιωμένος, αλλά όχι εξιλεωμένος. Έκλεβε αυτόν που πίστευε ότι τον είχε κλέψει. Ήταν εύκολο -και στο Γιάννη πάντα άρεσαν οι εύκολες λύσεις. Και ως γνωστόν, ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. και έτσι ο "Μπέμπης" ξαναμπούκαρε στο σπίτι. Και ένιωθε πάλι τυχερός. Πήρε το χοντρό πορτοφόλι που βρήκε στο σαλόνι και ήταν έτοιμος να φύγει, όταν ...  

Όταν άνοιξαν τα φώτα και βρέθηκε μπροστά η γυναίκα με το νυχτικό της. Πάγωσε. Και κείνη είχε κοκαλώσει. Ήταν σίγουρος ότι την είχε... βάψει. 

Μόνο που κάτι το χαμογελαστό του πρόσωπο, κάτι η αγαθοσύνη της γυναίκας, κάτι ότι είχε βαρεθεί τον άντρα της να ροχαλίζει, να κοκορεύεται και να μην της δίνει σημασία όταν του μιλούσε, την έκανε ευάλωτη στο να συγχωρεί οποιονδήποτε "έβλαπτε" τον άντρα της, όπως αυτός "έβλαπτε" εκείνη. "Ποιός είναι εκεί ;"  ακούστηκε η αγουροξυπνημένη φωνή του γιγάντιου διευθυντή τραπέζης. "Κανένας. Κοιμήσου εσύ". απάντησε η γυναίκα.

Η ταράτσα του "Μπέμπη" μοιάζει με αυλή των θαυμάτων. Έτσι τη διαμόρφωσε σιγά σιγά. Ενάμισι δωμάτιο με κουζίνα. Τουαλέτα έξω. Και το υπόλοιπο κήπος. Βοκαμβίλιες, δάφνες, πυράκανθοι, γιασεμιά, κάκτοι, τριαντάφυλλα -όλα ανακατεμένα. Πάνω από είκοσι κλουβιά με καναρίνια και ένα σπασμένο ενυδρείο. 
Και παντού παλιές αθλητικές εφημερίδες. Ένας τεράστιος αρκούδος, ποδήλατα, κούκλες από μαγαζιά με ρούχα, χαλασμένες τηλεοράσεις, τραπεζάκια, τασάκια, μια σπασμένη μπασκέτα. Ένα ραδιόφωνο να παίζει πάντα. Άλλα τα μάζεψε και άλλα του τα χάρισαν. Δώρα. Γιατί από τότε που "συνταξιοδοτήθηκε" κοιμόταν όλη μέρα και το βράδυ φύλαγε τσίλιες. Η δύναμη της συνήθειας. 

Στην αρχή τον είχα πάρει στο... ψιλό. Ένας γέρος με μια φιάλη οξυγόνου να παραφυλάει μες τη νύχτα. Αλλά αφού γλίτωσε τη γειτονιά μια δυο φορές από απόπειρες παραβίασης αυτοκινήτων, τον αγάπησαν και του πήγαιναν και κάνα πιάτο φαΐ.  Έγινε ο φύλακας άγγελος τους.

"Κοιμήσου εσύ".  Ο "Μπέμπης" ήταν σίγουρος ότι η τύχη ήταν με το μέρος του. Και το πήρε απόφαση. Θα πήγαινε για τρίτη και φαρμακερή φορά. Έκανε ακριβώς τις ίδιες κινήσεις, όπως τις προηγούμενες δύο, γιατί ήταν και προληπτικός.  Αυτή τη φορά ήθελε να πάρει κάτι ιδιαίτερο. Κάτι πραγματικά μοναδικό. Αυτή τη φορά ήθελε εξιλέωση. Ύστερα από αρκετό ψάξιμο άρχισε να τρέμει από τη χαρά του. Είχε βρει αυτό που έψαχνε. Ήταν ένα παμπάλαιο βιολί, σίγουρα κειμήλιο. Ήταν έτοιμος να φύγει από την ανοιχτή πόρτα όταν άναψαν τα φώτα. 
Μόνο που αντί για τη γυναίκα μπροστά του στεκόταν ο γίγαντας τραπεζίτης. Δύο μέτρα και εκατόν πενήντα κιλά !  "Σε περίμενα ρε, θα σου πιω το αίμα, π...στη !" του φώναξε. ο "Μπέμπης" βάλθηκε να τρέχει στα σκαλιά με το βιολί παραμάσχαλα, με τα βήματα του χοντρού τέρατος να αντιλαλούν σε όλη την πολυκατοικία. 
 Έτρεχε σαν τρελός και στα τελευταία σκαλιά άκουσε πάλι την ιαχή   α σου πιω το αίμα, π...στη !"  και μετά τον θόρυβο εκατόν πενήντα κιλών να τσακίζονται στα σκαλιά. 

Πήγε να φύγει, αλλά γύρισε να κοιτάξει πρώτα. Ο τραπεζίτης είχε σπάσει το πόδι του, έκλαιγε και χτυπιόταν. Δεν άντεξε, άφησε κάτω το βιολί και πήγε να τον βοηθήσει. Ξύπνησε τους γείτονες και φώναξαν ασθενοφόρο.

Περίμενε υπομονετικά στο θάλαμο του νοσοκομείου να δει τι θα γίνει. περίμενε υπομονετικά να έρθει η αστυνομία μετά να τον μαζέψει. Κάποια στιγμή τον φώναξε μέσα η γυναίκα τραπεζίτη. 
Και στην ερώτηση "γιατί το έκανες ;",  η απάντηση ήταν  "Γιατί... φύτρωσες πολυκατοικία εκεί που ήταν το πατρικό μου".  Τους είπε πόσο βαριά τό 'χε πάρει η μάνα του. Στην ερώτηση "γιατί δεν το έσκασες τότε που μπορούσες ;" δεν ήξερε να απαντήσει. 


Το χοντρό "τέρας"-τραπεζίτης είχε συγκινηθεί, αν και έκανε το δύσκολο. Λίγο που τον πίεσε η γυναίκα του, λίγο που ο "Μπέμπης" ήταν Παναθηναϊκός, δεν κάλεσε αστυνομία. Ο τσιλιαδόρος είπε "ευχαριστώ" και πήγε να φύγει, όταν η γυναίκα τον ρώτησε που μένει. "Από 'δω και από 'κει". απάντησε. Και η γυναίκα του είπε ότι, αν θέλει, του παραχωρούν την ταράτσα. Απλώς... αν μπορούσε να μην τους ξανακλέψει. 

Ο "Μπέμπης" το ήξερε από την αρχή ότι η τύχη ήταν με το μέρος του. Σε αυτήν την ταράτσα, που την έφτιαξε όπως ήθελε, έμεινε και μένει ακόμα. Σε αυτήν την ταράτσα των "θαυμάτων", μου έχει πει την ιστορία ίσα με τριάντα φορές. Σε αυτήν την ταράτσα πήγα να του πω ότι μου θύμιζε ένα εγγλέζικο παραμύθι, αλλά με διέκοψε και μου είπε: "Βαριέμαι τις ξενόφερτες αηδίες". 
Μετά με έστειλε να διαβάσω "κάνα Καββαδία και Φώντα Λάδη". Σε αυτήν την ταράτσα έρχομαι για καφέ μια φορά το μήνα και αφού του πω τα "νέα" μου, αρχίζω μετά να του γκρινιάζω για τον παππού μου που 'χει μείνει κατάκοιτος και πρήζει όλο το σόι. 

Και εντάξει, γέρος είναι, αλλά και η θεία μου είναι άσχημα και έχει... πήξει στα φάρμακα και είναι και τριάντα χρόνια μικρότερη και ... τέλος πάντων είναι αδικία και υπάρχουν και προτεραιότητες. Τότε με κοιτάζει, χαμογελάει και με ακουμπάει φιλικά στην πλάτη. Δεν μιλάει, σέρνει το οξυγόνο του και πηγαίνει να μου κάνει ελληνικό καφέ.

Το θέμα είναι ότι έπειτα από διάφορα κληρονομικά μπερδέματα, η πολυκατοικία έχει έρθει στα χέρια ενός τύπου που δεν μπορεί να καταλάβει ότι ο "Μπέμπης" δικαιούται να μένει στην ταράτσα τσάμπα. Και έτσι, για να μην μπλέκει με δικαστήρια, έβαλε "μπράβους" να τον σύρουν έξω. Και όσο τον έσερναν, ο κοντοπίθαρος παππούς τους κλώτσαγε και κατάφερε, βγάζοντας το οξυγόνο από τα ρουθούνια του, να φωνάζει "Ρουφιάνοι ! Που έφαγα τη ζωή μου στις μπαρμπουτιέρες !". 

Αυτά χθες.  Άρα, σήμερα δεν έχει καφέ στην ταράτσα.  Σήμερα είμαι πάλι εδώ (ζωντανός) και περιμένω να πάρω φάρμακα. Σήμερα είμαι εδώ ξανά και περιμένω. Και ο παππούς μου είναι είναι ακόμα κατάκοιτος, η θεία μου έχει ακόμα καρκίνο και τον "Μπέμπη" τον ξεσπίτωσαν "μπράβοι". 

Σήμερα είμαι πάλι σε μια κατάσταση που με πνίγει, σε μια πόλη που πολύ φοβάμαι ότι έχω μάθει να αγαπάω, να μισώ. Αλλά ο "Μπέμπης" τα έβαλε μια φορά με τον γίγαντα και νίκησε. Θα τα ξαναβάλει και θα τα καταφέρει. Παραμύθια για μικρά παιδιά. Ιστορίες για μεγάλους. 
Τα φάρμακα σας, κύριε !  Τα ξεχάσατε, ακούστηκε η φωνή της υπαλλήλου του ΙΚΑ. Δεν είναι για μένα, για τη θεία μου είναι... 
___________________
Γιώργος Ρομπόλας

Το διήγημα είναι επηρεασμένο από το "Ο Τζάκ και η φασολιά". Το γνωστό παραμύθι πιστώνεται σε περισσότερους από έναν δημιουργούς. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1807, αλλά έγινε γνωστό 
απ' την περίφημη έκδοση του Τζόζεφ Τζέικομπ του 1890. Ο μικρός Τζακ ανταλλάσσει μια αγελάδα με πέντε μαγικά φασόλια.  Η μητέρα του τσατίζεται, πετάει τα φασόλια, φυτρώνει η φασολιά και εγένετο παραμύθι.

Utopia

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.