Δευτέρα, Νοεμβρίου 30

3:18 μ.μ.

    Το Αλφαβητάρι,
του Μπηρς


Ο Αμπρόουζ Μπηρς, ο "Πικρόχολος Μπηρς", ο πιο "Μοχθηρός άνθρωπος του Σαν Φρανσίσκο", στο απόγειο της φήμης του, το 1913, αποφάσισε να πάει στο Μεξικό, που εκείνη την εποχή συνταρασσόταν από την εξέγερση του Pancho Villa, προφανώς για να ενωθεί με τον στρατό του. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Η εξαφάνισή του δημιούργησε μια ολόκληρη μυθολογία στην Αμερική. Ψηλός κι ευθυτενής ο Μπηρς, είχε όψη ανθρώπου εύρωστου και ρωμαλέου, παρότι υπέφερε από χρόνιο άσθμα. 
Τα μαλλιά του πυκνά ξανθά, τα μάτια του γαλάζια σαν το ουρανό. Το άψογα περιποιημένο μουστάκι του, συμπλήρωνε μια άκρως  σαγηνευτική ανδρική παρουσία.
Κομψός και πάντα σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας. 
Κυρίες και κύριοι, με την υπογραφή του του Αμβροσίου Μπηρς, ίσως του πιο σαγηνευτικού ''κακού παιδιού'' των γραμμάτων, σας παρουσιάζουμε το Αλφαβητάρι του Διαβόλου μέρος 2ο:

Δ

δεδικασμένο, ουσ. Στη νομική, προηγούμενη απόφαση, εντολή ή πρακτική η οποία, ελλείψει συγκεκριμένου  νομοθετήματος, έχει τόση ισχύ και εγκυρότητα όση επιλέγει να της αποδώσει ένας δικαστής, απλουστεύοντας έτσι κατά πολύ το καθήκον του να κάνει ό,τι του καπνίσει. Καθώς υπάρχουν δεδικασμένα για τα πάντα, αρκεί να αγνοήσει όσα βρίσκονται ενάντια στα συμφέροντα του και να τονίσει όσα ευθυγραμμίζονται με τις επιθυμίες του. Η επινόηση του δεδικασμένου ανυψώνει τη νόμιμη φίκη από τη χαμηλή στάθμη μιας τυχαίας κι επίμοχιης δοκιμασίας στο ευγενές επίπεδο μιας καθοδηγήσιμης κρίσης.

δείκτης,   ουσ. Το δάχτυλο που συνήθως χρησιμοποιούμε για να δείξουμε τους εγκληματίες.

δειλός  επίθ.  Εκείνος που σε κατάσταση κινδύνου σκέφτεται με τα πόδια.
     

Δεκάλογος, ουσ. Μια σειρά εντολών, δέκα των αριθμό -ίσα ίσα αρκετές ώστε να επιτρέπουν σε έναν ευφυή νου να επιλέγει ποιες θα τηρήσει, αν και όχι τόσο αρκετές ώστε να νιώθει ντροπή για την επιλογή του. 
Κυρίες και κύριοι μπορείτε να διαβάσετε και τις δέκα εντολές από τον Δεκάλογο του Αμβροσίου Μπηρς  εδώ.
               

δέος, ουσ. Η πνευματική στάση ενός ανθρώπου ενώπιον ενός Θεού κι ενός σκύλου ενώπιον ενός ανθρώπου.

δεσποινίς, ουσ. Τίτλος με τον οποίο μαρκάρουμε τις ανύπαντρες γυναίκες για να δείξουμε ότι είναι διαθέσιμες στην πιάτσα. Οι τίτλοι ''δεσποινίς'', ''κυρία'' (κα) και ''κύριος'' (κος) είναι οι τρείς πιο δυσάρεστες λέξεις στη γλώσσα μας, τόσο σε ήχο όσο και σε σημασία. Η μία αποτελεί παραφθορά του ''δεσποσύνη'' και οι άλλες δύο του ''κυρίαρχος''. Παρά τη γενική κατάργηση των κοινωνικών τίτλων στην Αμερική, αυτές ως εκ θαύματος γλίτωσαν κι εξακολουθούν να μας τυραννούν. Εάν πρέπει να τις δώσουμε κι έναν τίτλο στον ανύμφευτο άντρα. Προτείνω τη χρήση της λέξης ''λυτρωμένος'' (λος).

δημοκράτης, ουσ. Έθνος στο οποίο, επειδή αυτοί που κυβερνούν και αυτοί που κυβερνώνται είναι οι ίδιοι, υπάρχει μόνο μια περιορισμένη δυνατότητα επιβολής επιλεκτικής υπακοής. Σε μια δημοκρατία το θεμέλιο της δημόσιας τάξης είναι το ολοένα και σπανιότερο έθιμο της υποταγής, που κληρονομήθηκε από προγόνους οι οποίοι, όντας ουσιαστικά κυβερνώμενοι, υποτάσσονταν διότι ήταν αναγκασμένοι. Υπάρχουν τόσα είδη δημοκρατιών όσες και οι διαβαθμίσεις μεταξύ του δεσποτισμού, από τον οποίο κατάγονται, και της αναρχίας, στην οποία οδηγούν. 

δημοπράτης, ουσ.  Ο άνθρωπος που δηλώνει με ένα σφυρί ότι ξάφρισε την τσέπη κάποιου με τη γλώσσα του.

δημοψήφισμα, ουσ. (1) Λαϊκή ψηφοφορία για την επιβεβαίωση της βούλησης του ηγεμόνα. (2) Νόμος για την υποβολή μιας προτεινόμενης νομοθεσίας σε λαϊκή ψηφοφορία  προκειμένου να διαπιστωθεί η κυρίαρχη αβουλία  της κοινής γνώμης.


διαδήλωση, ουσ. Δημοφιλής ψυχαγωγία, την οποία προσφέρουν στους αστυνομικούς αθώοι περαστικοί.

διερμηνέας, ουσ. Άτομο που επιτρέπει σε δύο αλλόγλωσσους  να καταλάβουν ο ένας τον άλλον επαναλαμβάνοντας στον καθένα τους ό,τι συμφέρει τον διερμηνέα να έχει ειπωθεί.


δικαιοσύνη, ουσ. Εμπόρευμα το οποίο, λιγότερο ή περισσότερο νοθευμένο, πουλά το κράτος στον πολίτη ως επιβράβευση για την αφοσίωση του, τους φόρους που καταβάλλει και τις υπηρεσίες που παρέχει.


δίκη  ουσ.  Μηχανή στην οποία μπαίνεις σαν γουρούνι και βγαίνεις σαν λουκάνικο. 
   
δικό μου, αντ. Αυτό που ανήκει σε μένα αν μπορώ να το αρπάξω.

δικό της, αντ. Δικό του.

δικτάτορας, ουσ. Ο ηγέτης ενός έθνους που προτιμά τον λοιμό του δεσποτισμού από την πανούκλα της αναρχίας. 


διορθωτής, ουσ. Κακοποιός που μετατρέπει το κείμενο σου σε μπούρδα, και κάνει τον δημιουργό να μοιάζει ακατανόητος.


διπλωματία, ουσ. Η πατριωτική πράξη να ψεύδεσαι για την πατρίδα σου. 


δόλωμα, ουσ. Προετοιμασία που καθιστά το αγκίστρι πιο εύγευστο. Το καλύτερο είδος είναι η ομορφιά. 


Δύση, ουσ. Το μέρος του κόσμου που εκτείνεται δυτικά (ή ανατολικά) της Ανατολής. Κατοικείται κυρίως από τους Χριστιανούς, έναν πανίσχυρο κλάδο της φυλής των Υποκριτών, των οποίων οι κύριες ενασχολήσεις είναι ο φόνος και η εξαπάτηση, που αρέσκονται να τα αποκαλούν ''πόλεμο'' και ''εμπόριο''. Αυτές είναι επίσης οι κύριες ενασχολήσεις και των κατοίκων της Ανατολής.

δύσκολη θέση, Το τίμημα της συνέπειας. 

δυσφορία, ουσ. Ασθένεια που προκαλεί η έκθεση στην ευημερία ενός φίλου.
Ε

εγγενής, επιθ. Φυσικός, έμφυτος - όπως οι εγγενείς
ιδέες, τουτέστιν αυτές με τις οποίες γεννιόμαστε και οι οποίες μας έχουν δοθεί σε πρωτύτερο χρόνο. Το δόγμα των εγγενών ιδεών αποτελεί μία από τις πλέον θαυμαστές πίστεις της φιλοσοφίας, καθώς είναι από μόνο του μια εγγενής ιδέα και ως τούτου άτρωτο στη διάψευση, αν και ο Λοκ νόμιζε ανοήτως ότι του ''είχε μαυρίσει το μάτι'', Μεταξύ των εγγενών ιδεών αξίζει να αναφερθεί η πεποίθηση κάποιου ότι μπορεί να διευθύνει μια εφημερίδα, η πίστη στο μεγαλείο της χώρας του, στην ανωτερότητα του πολιτισμού του, στη σημασία των προσωπικών του υποθέσεων και στο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι παθήσεις του. 

εγγυητής, ουσ. Βλαξ ο οποίος, έχοντας δική του περιουσία, αναλαμβάνει να γίνει υπεύθυνος γι αυτήν που εμπιστεύεται ένας άλλος σε έναν τρίτο.

εγκέφαλος, ουσ. εργαλείο με το οποίο νομίζουμε ότι σκεπτόμαστε.

εγκρατής, επίθ. Ο αδύναμος που ενδίδει στον πειρασμό του να αρνείται στον εαυτό του την ηδονή. Στην απόλυτη εγκράτεια ο απόλυτως εγκρατής απέχει από τα πάντα πλην της αποχής και ιδίως από τον σεβασμό στις ιδιωτικές υποθέσεις των άλλων.

εγωιστής, ουσ. Άτομο κακόγουστο που το ενδιαφέρει πιο πολύ ο εαυτός του απ' ότι εγώ.


εθνολογία, ουσ. Η επιστήμη που μελετά τις διάφορες ανθρώπινες φυλές, όπως τους ληστές, τους κλέφτες, τους απατεώνες, τα κορόιδα, τους φρενοβλαβείς, τους ηλιθίους και τους εθνολόγους.

ειδήμων, ουσ. Ειδικός που γνωρίζει τα πάντα για κάτι και τίποτα για τα όλα υπόλοιπα.
ειδησεογράφος, ουσ. Συγγραφέας που μαντεύει τον δρόμο του προς την αλήθεια και την ξεκάνει με μια θύελλα λέξεων.

εικονοκλάστης, ουσ. Καταστροφέας ειδώλων, των οποίων οι λάτρεις δεν ικανοποιούνται απόλυτα από την επίδειξη δύναμής του και διαμαρτύρονται εντόνως για ότι γκρεμίζει μεν, αλλά δεν ξαναχτίζει, καταστρέφει, αλλά δεν δημιουργεί. Διότι τα πτωχά τούτα πλάσματα θα προτιμούσαν άλλα είδωλα στη θέση αυτών που εκείνος λιανίζει και κονιορτοποιεί.

ειρήνη, ουσ. Στις διεθνείς σχέσεις, περίοδος εξαπάτησης ανάμεσα σε δύο περιόδους μάχης. 

εκκεντρικότητα, ουσ. Μέθοδος διάκρισης τόσο φτηνή, που οι βλάκες τη χρησιμοποιούν για να τονίσουν την ανικανότητά τους.

εκπαραθύρωση, ουσ. Εγκεκριμένη θεραπεία για την ασθένεια της λογοδιάρροιας. Χρησιμοποιείται επίσης πολύ σε περιπτώσεις ακραίας φτώχειας.

εκτελεστικό όργανο, Κυβερνητικός λειτουργός του οποίου το καθήκον είναι να επιβάλλει τη βούληση της νομοθετικής εξουσίας έως ότου ο δικαστικός τομέας ευαρεστηθεί να την κηρύξει άκυρη και εκτός ισχύος.

ελεγεία, ουσ. Ποιητική σύνθεση στην οποία ο δημιουργός, χωρίς την επιστράτευση καμιάς από τις μεθόδους του χιούμορ, επιδιώκει να πλάσει στο μυαλό του αναγνώστη την πλέον μουντή και νοτερή δυσθυμία. 

ελευθερία, ουσ. Ένα από τα πιο πολύτιμα αποκτήματα της φαντασίας μας.

Ελευθεροτέκτονες, ουσ. πληθ. Τάγμα με μυστικές τελετές, αλλόκοτες ιερουργίες και φαντασμαγορικές ενδυμασίες, που έχει τις καταβολές του στις τάξεις των τεχνιτών του Λονδίνου της εποχής της βασιλείας του Καρόλου Β' και του οποίου μέλεη διετέλεσαν διαδοχικά οι νεκροί των παρελθόντων αιώνων σε μια αδιάλειπτη οπισθοδρόμηση, ώστε σήμερα να αγκαλιάζει πλέον όλες τις γενεές των ανθρώπων από την εποχή του Αδάμ και να προσπαθεί να στρατολογήσει στις τάξεις του διαπρεπή νέα μέλη από τους προ της Δημιουργίας κατοίκους του Χάους και του Άμορφου Κενού. Το τάγμα αυτό ιδρύθηκε σε διάφορες εποχές από τον Σολομώντα, τον Ζωροάστρη, τον Κομφούκιο, τον Τούθμωση και τον βούδα. τα εμβλήματα και τα σύμβολα του έχουν βρεθεί στις κατακόμβες του Παρισιού και της Ρώμης, καθώς και στις πέτρες του Παρθενώνα και του Σινικού τείχους, στους ναούς του Καρνάκ και της Παλμύρας και στις πυραμίδες της Αιγύπτου -πάντοτε από Ελευθεροτέκτονες.


ελπίδα, ουσ. Επιθυμία και προσμονή σε συσκευασία του ενός.



εμβλήματα, ουσ. πληθ. Διακριτικά, κοσμήματα και ενδύματα αρχαίων και εντιμότατων ταγμάτων, όπως... 

έμπιστος, ουσ. Άτομο στο οποίο ο Α εμπιστεύεται τα μυστικά του Β, τα οποία εξομολογήθηκε στον ίδιο ο Γ. εμπόριο, ουσ. Είδος συναλλαγής όπου ο Α καταληστεύει από τον Β τα αγαθά του Γ και για αποζημίωση ο Β ξαφρίζει τις από τις τσέπες του Δ χρήματα που ανήκουν στο Ε. έμπορος, ουσ. Άτομο εμπλεκόμενο σε εμπορικές επιδιώξεις. Εμπορική είναι η επιδίωξη στην οποία αυτό που επιδιώκεται είναι το δολάριο.

ενθουσιασμός, ουσ. Κουσούρι των νέων, θεραπεύσιμο με μικρές δόσεις μεταμέλειας σε συνδυασμό με εξωτερικές επαλείψεις εμπειρίας.

εξαίρεση, ουσ. κάτι που παίρνει το θάρρος να διαφέρει από τα υπόλοιπα πράγματα της κατηγορίας στην οποία ανήκει, όπως, για παράδειγμα, ο έντιμος άντρας, η φιλαλήθης γυναίκα κτλ. ''Η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα'' είναι μια έκφραση που ποτέ δεν εγκαταλείπει τα χείλη των αδαών, οι οποίοι την αναπαράγουν ως παπαγάλοι ο ένας στον άλλο, χωρίς ποτέ να σκέφτονται τον παραλογισμό της. Στα λατινικά η φράση ''Exceptio probat regulam'' σημαίνει ότι η εξαίρεση θέτει σε δοκιμασία τον κανόνα, αποδεικνύοντας έτσι το κατά πόσο ισχύει, και όχι ότι τον επιβεβαιώνει. Ο κακοποιός που απέσπασε αυτό το έξοχο ρητό των Λατίνων αντικαθιστώντας το ένα με ένα άλλο, δική του εμπνεύσεως, έκανε μεγάλο κακό, που φαίνεται πως είναι αθάνατο.

εξαναγκασμός, ουσ. Η ευγλωττία της εξουσίας.

εξαρτώμενος, μτχ. Ο επαφιέμενος στη γενναιοδωρία του άλλου για τη στήριξη που δεν είναι σε θέση να του αποσπάσει με εκφοβισμό. 

εξέγερση, ουσ.  1.  Ανεπιτυχής επανάσταση. Η αποτυχία των δυσαρεστημένων να αντικαταστήσουν την κακοδιαχείριση με μια διακυβέρνηση.   2. Δημοφιλές είδος διασκέδασης που προσφέρουν στον στρατό οι αθώοι περαστικοί. 

εξόριστος, ουσ. Κάποιος που υπηρετεί τη χώρα του κατοικώντας στο εξωτερικό, χωρίς ωστόσο να είναι πρέσβης.

εξορκίζω, ρ. μετ. Σε θρησκευτικά ζητήματα, το να βάζεις τη συνείδηση του άλλου στη σούβλα και να την ψήνεις μέχρι να πάρει την κοκκινωπή απόχρωση της δυσφορίας.

έπαινος, ουσ. Ο φόρος τιμής που αποτίνουμε σε επιτεύγματα που μοιάζουν, αλλά δεν είναι ίσα με τα δικά μας.

επανάσταση, ουσ. Στην πολιτική, μια αιφνίδια αλλαγή στη μορφή κακοδιαχείρισης της εξουσίας. Συγκεκριμένα στην αμερικανική ιστορία, η αντικατάσταση της αρχής της Επιτροπείας του Στέμματος από την Κυβέρνηση, διά της οποίας η ευημερία και η ευτυχία του λαού προόδευσαν κατά έναν ολόκληρο πόντο. Οι επαναστάσεις συνήθως συνοδεύονται από υπολογίσιμη έκχυση αίματος, αλλά κρίνεται ότι το αξίζουν -καθώς στην κρίση αυτή προβαίνουν οι επωφελούμενοι των οποίων το αίμα δεν είχε την ατυχία να χυθεί.

επανόρθωση, ουσ. Η ίδρυση η επιχορήγηση πανεπιστημίων και δημοσίων βιβλιοθηκών ως δώρο ή κληροδότημα.

επευφημία, ουσ. Στην αρχαία Ρώμη, μιας περιορισμένης έκτασης επίσημη παρέλαση προς τιμήν κάποιου που υπήρξε επιβλαβής για τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Ήσσων ''θρίαμβος''. Στη σύγχρονη γλώσσα η λέξη χρησιμοποιείται άστοχα για να δηλώσει οποιαδήποτε χαλαρή και αυτόρμητη έκφραση δημόσιου σεβασμού για τον ήρωα της ημέρας.

επίγραμμα, ουσ. Σύντομο, οξυδερκές ρητό, πεζό ή έμμετρο, που συχνά χαρακτηρίζεται από αιχμηρότητα ή κυνισμό και ορισμένες φορές από σοφία. Ακολουθούν ορισμένα από τα πλέον διάσημα επιγράμματα του ευρυμαθούς και δαιμονίου δόκτορος Τζάμραχ Χόλσμπομ εδώ

επικήδειος, ουσ. Εξύμνηση ατόμου που είτε έχει το προνόμιο του πλούτου και της ισχύος είτε έχει προνοήσει να πεθάνει.

επικούρειος, ουσ. Οπαδός του Επίκουρου, ενός εγκρατούς φιλοσόφου που, υποστηρίζοντας ότι η ηδονή πρέπει να είναι η πρωταρχική επιδίωξη του ανθρώπου, δεν έχασε χρόνο ικανοποιώντας τις αισθήσεις.

επιμονή, ουσ. Ταπεινή αρετή χάρη στην οποία η μετριότητα γνωρίζει μια άδοξη επιτυχία.

επίπληξη, ουσ. Ψόγος ήπιος όσο η μπαλταδιά. Φιλική προειδοποίηση.

επιρροή, ουσ.   Στην πολιτική ένα ''δούναι'' όλο όραμα που προσφέρεται με αντάλλαγμα ένα υπολογίσημο ''λαβείν''.

επίτευγμα, ουσ. Ο θάνατος της επιδίωξης και η γέννηση της αποστροφής.


επιτηδειότητα, ουσ. Το υποκατάστατο του μυαλού στους ανόητους.


επιτύμβιο, ουσ. Επιγραφή σε τάφο που καταδεικνύει ότι οι αρετές που αποκτάς πεθαίνοντας έχουν αναδρομική ισχύ.


επιτυχία, ουσ. Το ένα και μοναδικό ασυγχώρητο αμάρτημα έναντι των οικείων μας. 


επιφανής, ουσ.  Ο κατάλληλα τοποθετημένος στόχος, ώστε να τον διαπερνούν οι λεπίδες της κακίας και του φθόνου. Τα βέλη της υποτίμησης και της δυσφήμησης.

επιφυλλίδα, ουσ. Λογοτεχνικό δημιούργημα, συνήθως μια επινοημένη ιστορία, που σέρνεται από τεύχος σε τεύχος εφημερίδας ή περιοδικού. Συχνά σε κάθε νέο επεισόδιο είναι προσαρτημένη μια ''σύνοψη των προηγούμενων κεφαλαίων'' για όσους δεν τα έχουν διαβάσει, αλλά μακράν πιο απαραίτητη θα ήταν μια σύνοψη των επόμενων κεφαλαίων γι αυτούς που δεν σκοπεύουν να τα διαβάσουν. Μια σύνοψη ολόκληρου του έργου θα ήταν ακόμα καλύτερη. 

επωμίδα, ουσ. Διακοσμητικό έμβλημα που χρησιμεύει στο να ξεχωρίζεις έναν αξιωματικό του στρατού από τον εχθρό -τουτέστιν από τον κατώτερο στην ιεραρχία αξιωματικό στον οποίο ο θάνατος εκείνου θα χάριζε προαγωγή.


εργασία, ουσ. Μία από τις διαδικασίες μέσω των οποίων ο Α αποκτά ιδιοκτησία για λογαριασμό του Β.


ερημίτης, ουσ.  Άτομο που τα βίτσια και οι τρέλες του δεν ταιριάζουν στην κοινωνία.

ερυθρόδερμος, ουσ. Ινδιάνος της Βόρειας Αμερικής του οποίου το δέρμα δεν είναι κόκκινο -τουλάχιστον όχι στην εξωτερική του πλευρά. 

έρωτας, ουσ. Προσωρινή παραφροσύνη ιάσιμη μέσω του γάμου ή με την απομάκρυνση του ασθενή από τις επιρροές που προκάλεσαν τη διαταραχή. περισσότερα περί έρωτος

ερωτιδέας, ουσ. Ο θεός του έρωτα. Το μπάσταρδο αυτό δημιούργημα μιας βάρβαρης φαντασίας δίχως αμφιβολία επιβλήθηκε στη μυθολογία για τις αμαρτίες των θεοτήτων της. περισσότερα στο περί έρωτος

εσωτεριστικό, επιθ. Ιδιαζόντως δυσνόητο και πλήρως αποκρυφιστικό. Οι αρχαίες φιλοσοφίες χωρίζονταν σε δύο είδη: στις ''εξωτεριστικές'', τις οποίες οι .ιδιοι οι φιλόσοφοι μπορούσαν εν μέρει να κατανοήσουν, και στις ''εωτεριστικές'', τις οποίες δεν καταλάβαινε κανείς. Οι τελευταίες είναι αυτές που έχουν επηρεάσει πιο βαθιά τη συγχρονη σκέψη κι έχουν βρει την ευρύτερη αποδοχή στην εποχή μας.

εταιρεία, ουσ. Ιδιοφυές επινόημα για την απόκτηση ατομικού κέρδους χωρίς ατομική ευθύνη.

ετοιμόρροπος, επιθ. Ο ανήκων σε συγκεκριμένο ρεύμα αρχιτεκτονικής, άλλως γνωστό και ως Μέση Αμερικανική Αρχιτεκτονική. Τα περισσότερα δημόσια κτίρια των Ηνωμένων Πολιτειών είναι Ετοιμόρροπου Ρυθμού, αν και ορισμένοι από τους παλαιότερους αρχιτέκτονες της χώρας προτιμούσαν τον Ειρωνικό. Πρόσφατες επεκτάσεις του Λευκού Οίκου στην Ουάσινγκτον είναι Θεο-Δωρικού Ρυθμού, δηλαδή του εκκλησιαστικού ρυθμού των Δωριέων. Είναι εξαίρετης αισθητικής και στοιχίζουν εκατό δολάρια το τούβλο.

έτος, ουσ. Περίοδος τριακοσίων εξήντα πέντε απογοητεύσεων, μόνο... ;

ευαγγελιστής, ουσ. Ο κομιστής καλών ειδήσεων, ιδίως (με τη θρησκευτική έννοια) αυτών που μας διαβεβαιώνουν για τη δική μας σωτηρία και την καταδίκη των πλησίον μας. 

ευαρεστώ, ρ. μετ. Θέτω τα θεμέλια για μια υπερδομή επιβολής.

ευγένεια, ουσ. Η πλέον αποδεκτή υποκρισία.

ευγενής, επιθ. Εκλεπτυσμένος κύριος, παιδί μου

ευγενής, ουσ. Η πρόνοια της φύσης για τις πλούσιες Αμερικανίδες κόρες που φιλοδοξούν να επιτύχουν κοινωνική διάκριση και να υπομείνουν μια ζωή χλιδής.

ευγλωττία, ουσ. Η τέχνη του να πείθεις προφορικά τους ανοήτους ότι το άσπρο είναι το χρώμα που μοιάζει να είναι. Συμπεριλαμβάνει το χάρισμα του να κάνεις το οποιοδήποτε χρώμα να μοιάζει με άσπρο. 

ευεργέτης, ουσ. Άτομο που αγοράζει αχαριστία στη χονδρική, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει την τιμή της, που εξακολουθεί να είναι προσιτή σε όλους.

ευθύνη, ουσ. Αποσπώμενο βάρος που εύκολα μετατίθεται στους ώμους του θεού, της Μοίρας, της Ειμαρμένης, της Τύχης ή του γείτονα. Την εποχή της αστρολογίας ήταν σύνηθες το βάρος αυτό να ξεφορτώνεται σε αστέρια.

ευκαιρία, ουσ. Ευνοϊκή συγκυρία για να αδράξεις μια απογοήτευση.

ευλάβεια, ουσ. Η λατρεία του Υπερτάτου Όντος, που βασίζεται στην υποτιθέμενη ομοιότητά Του με τον άνθρωπο.

ευπαρουσίαστος, επιθ. Φρικαλέα ενδεδυμένος, σύμφωνα με τον τρόπο που απαιτεί η περίσταση.

ευρυμάθεια, ουσ. Η σκόνη που βγαίνει από ένα βιβλίο όταν το τινάζεις μέσα σε άδειο κρανίο.

ευτυχία, ουσ. Μια ευχάριστη αίσθηση που πηγάζει από τον στοχασμό γύρω από τη δυστυχία των άλλων.

ευυποληψία, ουσ. Το τέκνο μιας παράνομης σχέσης ανάμεσα σε ένα φαλακρό κεφάλι κι έναν τραπεζικό λογαριασμό.

ευφυολόγημα, ουσ. Αιχμηρό κι έξυπνο σχόλιο που συχνά μνημονεύεται και σπανίως γίνεται αντιληπτό.  αυτό που ο αγροίκος προτιμά να προκαλεί ''χωρατό''.


ευχέλαιο, ουσ. Χρίση με λάδι ή λίπανση. Το τελετουργικό της ''εσχάτης χρίσεως'' συνίσταται στο να αγγίζεις με λάδι καθαγιασμένο από επίσκοπο διάφορα μέρη του σώματος ατόμου απασχολημένου με το να ξεψυχάει. Ο Μάρμπουρι αφηγείται πως κάποτε, αφού είχε χορηγηθεί το μυστήριο αυτό σε έναν αμαρτωλό Άγγλο ευγενή, διαπιστώθηκε ότι το λάδι δεν είχε καθαγιαστεί σωστά κι ούτε μπορούσε να βρεθεί άλλο. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό, ο άρρωστος άντρας είπε θυμωμένος: 
- ''Να με πάρει ο Διάολος αν είναι να πεθάνω χωρίς ευχέλαιο!'' 
- ''Αυτό είναι που φοβόμαστε τέκνο μου'' του απάντησε ο ιερέας.

εφεσιβάλλω, ρ. αμετ. Στη νομική, η επιστροφή του ζαριού σε αυτόν που έριξε για νέα ρίψη. 

εφευρέτης, ουσ. Άτομο που κατασκευάζει μια ιδιοφυή διάταξη τροχών, μοχλών κι ελατηρίων και θεωρεί πως αυτό συνιστά πολιτισμό. 

εφιάλτης, ουσ. Μέλος ράτσας εξόχως απρεπών δαιμόνων για τους οποίους θα μπορούσε να ειπωθεί πως, αν και πιθανότατα δεν έχουν εκλείψει τελείως, οι καλύτερες νύχτες τους έχουν παρέλθει προ πολλού. Για μια πλήρη καταγραφή των ποικίλων δαιμόνων που σχετίζονται με τον ύπνο, βλέπε το Liber demonorum του Πρωκτέσιου (Παρίσι, 1328), το οποίο περιλαμβάνει πλήθος περίεργες πληροφορίες που θα ήταν ακατάλληλες για ένα αλφαβητάρι που προορίζεται για εγχειρίδιο δημοσίων σχολείων. 

εχθρότητα, ουσ. Μια ιδιαζόντως οξεία και πολύ ειδική αίσθηση του υπερπληθυσμού της γης. Η εχθρότητα διαχωρίζεται σε ενεργητική και παθητική, όπως είναι (αντιστοίχως) το αίσθημα μιας γυναίκας για τις φίλες της και αυτό που τρέφει για τα υπόλοιπα μέλη του φύλου της.
____________________________________________________
αποσπάσματα από  Αμπροουζ Μπιρς "Το Αλφαβητάρι του Διαβόλου",  μτφρ:. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Μίνωας

το 1ο μέρος από  το Σκανταλιάρικο Αλφαβητάρι του Μπηρς εδώ




Φωτό: Πίνακας έτσι όπως το δημιουργεί η Αμερικανίδα καλλιτέχνις Alexa Meade. Είναι οι “ζωντανοί” πίνακες ζωγραφικής. Δηλαδή επιλέγει “αληθινά” μοντέλα και πραγματικά αντικείμενα, τα οποία βάφει με εκπληκτική δεξιοτεχνία στα χρώματα της αρεσκείας της, έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μοιάζει με κλασικό πίνακα ζωγραφικής.


* Αμπρόουζ Μπηρς, ο "Πικρόχολος Μπηρς", ο πιο "Μοχθηρός άνθρωπος του Σαν Φρανσίσκο", γεννήθηκε το 1842, στο Οχάιο. Παρακολούθησε μαθήματα ενός χρόνου στο Στρατιωτικό Ινστιτούτο του Κεντάκι και ήταν απ τους πρώτους που κατατάχτηκαν στο στρατό του Λίνκολν όταν ξέσπασε ο Αμερικανικός εμφύλιος. 

Πολέμησε σε όλες τις μεγάλες μάχες από το Σιλό ως την Τσικαμάουγκα, με το στρατό των Βορείων. Μετά τη νίκη των Βορείων επέστρεψε στο Σαν Φρανσίσκο και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία καυτηριάζοντας την εγκληματική συμπεριφορά των Χριστιανών συμπολιτών του, τον κλήρο και τους πολιτικούς. Παράλληλα αρχίζει να γράφει διηγήματα. Θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος του "μαγικού ρεαλισμού", του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Το βιβλίο του "Chickamauga", είναι ένα από τα δυναμικότερα σύγχρονα αντιπολεμικά πεζογραφήματα. Το γεγονός πως η δημοσιογραφία τον έκανε διάσημο, δεν τον εμπόδισε να την εγκαταλείψει, έχοντας σιχαθεί τη σχέση της με την πολιτική. 

Στο απόγειο της φήμης του, το 1913, αποφάσισε να πάει στο Μεξικό, που εκείνη την εποχή συνταρασσόταν από την εξέγερση του Pancho Villa, προφανώς για να ενωθεί με τον στρατό του. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Η εξαφάνισή του δημιούργησε μια ολόκληρη μυθολογία στην Αμερική. Πλήθος μελετών και λογοτεχνικών βιβλίων (όπως το "Gringo Viejo" -"Ο γερο-Γκρίνγκο"- του Κάρλος Φουέντες) γράφτηκαν. Γυρίστηκαν κινηματογραφικές ταινίες (όπως η βασισμένη στο βιβλίο του Φουέντες, "The Old Gringo" του Luis Puenzo, με τον Γκρέγκορι Πεκ και την Τζέιν Φόντα), ανέβηκαν θεατρικά έργα και δημιουργήθηκαν σύλλογοι θαυμαστών του έργου του. Ακόμη και σήμερα ανακαλύπτονται συνεχώς στοιχεία που περιπλέκουν τα γεγονότα ακόμη περισσότερο. Ο Μπηρς δεν ανεχόταν τους ηλίθιους, δεν χαριζόταν στους εχθρούς και έφτυνε κατάμουτρα τους θεούς που έφτιαχναν οι άνθρωποι και όσους προσεύχονταν σε εκείνους. 
Είναι φημισμένος για τις υπερφυσικές του ιστορίες, καθώς επίσης και για το θρυλικό του πνεύμα, που μπορεί κανείς να εκτιμήσει καλύτερα διαβάζοντας το "Αλφαβητάρι του διαβόλου". Εκτός από τον H.L. Mencken, πνευματικό κληρονόμο του, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος των γραμμάτων σαν τον Αμπρόουζ Μπηρς. Κι αν η τύχη του παραμένει ένα μυστήριο, ο Μπηρς παραμένει ένα αίνιγμα. Βιβλιογραφία: "Nuggets and Dust, Chatto and Windus", Λονδίνο/1872 "The Fiends Delight", John Camden Hotten, Λονδίνο/1873 "Cobwebs from an Empty Skull", Routledge, Λονδίνο/1874 "The Dance of Death", Henry Keller and Company, Σαν Φρανσίσκο/1877 "Black Beetles In Amber", Western Authors Publishing, Σαν Φρανσίσκο/1892 "The Monk and the Hangmans Daughter", F.J. Schulte, Σικάγο/1892 "Tales of Soldiers and Civilians", E.L.G. Steele, Σαν Φρανσίσκο/1892 "Can Such Things Be?", Cassell Publishing Company, Νέα Υόρκη/1893 "Fantastic Fables", G.P. Putnams Sons, Νέα Υόρκη/1899 "Shapes of Clay", W.E. Wood, Σαν Φρανσίσκο/1903 "The Cynics Word Book", Doubleday, Νέα Υόρκη/1906 "The Shadow on the Dial and Other Essays", A.M. Robertson, Σαν Φρανσίσκο/1909 "Write It Right", Neale Publishing Company, Νέα Υόρκη/1909 "The Collected Works of Ambrose Bierce 12 Volumes", Neale, Νέα Υόρκη/1909-1912.


Διαβάστε τα υπόλοιπα λήμματα του Μπήρς εδώ


  Ουτοπία   

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.