Παρασκευή, Ιανουαρίου 24

11:03 π.μ.
Μπεράτης Λεωνίδας πίνακας  λάδι σε καμβά (1.00 χ 0,60)


   Μία ξεχασμένη κληρονομιά, μία γνωριμία, μία αναφορά,
   έξω από το χρόνο λες, σ' έναν άγνωστο τόπο, ένα 
   περήφανο, πολύπαθο λασποχώρι,  με παράξενους, 
   πεισματάρηδες όμως, κατοίκους, χωρίς ταυτότητα, με 
   μπερδεμένη τη λαλιά...  Να κρύβει καλά μέσα της ρίζες 
   λέξεων απ' του Όμηρου τα έπη. 

  
κείμενο Οδυσσέα Ελύτη 
από "Ανοιχτά χαρτιά"
    Μια ανάγκη διαύγειας, ειλικρίνειας και ακριβολογίας στη συναισθηματική χρήση του λόγου, οδήγησε πριν από μερικά χρόνια τη νεώτερη ποιητική γενεά της Ελλάδας σε μιαν άσκηση των δικαιωμάτων έκφρασης του ψυχικού της κόσμου, βαθύτατα ριζοσπαστική. 
   Αφού την έβαλε πρώτα να διανύσει μιαν απόσταση δυσανάλογα μεγάλη, σχετικά με τις δυνατότητες που της προσπόριζε η παράδοση, την έκανε ύστερα να συναντηθεί επάνω σε μια περιοχή καινούργια με την εντελώς σύγχρονη Ευρωπαϊκή αισθητική.

   Η συνάντηση αυτή, από δύο διαφορετικούς δρόμους στο ίδιο σημείο, ήταν εξαιρετικά σημαντική, όχι μόνο επειδή άφηνε να διαφανούν οι ελπίδες της δημιουργίας ενός νέου κοινού πνεύματος με υγιείς και αναλλοίωτες στη βάση τους οικουμενικές αρχές, αλλά και γιατί έδινε σε όλους εμάς την ευχέρεια να είμαστε, ασκώντας μια και την ίδια πράξη, συνεπείς απέναντι στον εαυτό μας, Έλληνες και Ευρωπαίοι συνάμα. 

   Παρουσίαζε όμως κι ένα μειονέκτημα: ότι μας έκανε να φαντάζουμε για αρκετό χρονικό διάσημα στα μάτια των τρίτων, ακόμη και των πιο καλόπιστων, για καταφρονητές της παράδοσης και ανεδαφικοί μιμητές των ξένων προτύπων.

   Ευτυχώς η πλάνη αυτή, σήμερα, κοντεύει να διαλυθεί. Μέρα με τη μέρα γίνεται πιο φανερό ότι, αν αντιδράσαμε στο άμεσο παρελθόν, αντιδράσαμε όχι στις γηγενείς αξίες αλλά στην παραποίηση που είχαν, ίσα-ίσα, υποστεί αυτές από ένα κακότροπο και ξένο πνεύμα που, με το προσωπείο του νεοκλασικισμού, είχε κατορθώσει, χρόνια τώρα, να παριστάνει στον τόπο μας τον εφέστιο Θεό.


   "Κατά στοχασμόν και υπαγόρευσιν" του Στρατηγού Μακρυγιάννη, έκανε ο λαϊκός τεχνίτης Παναγιώτης Ζωγράφος, τις εικονογραφίες -τους "24 πίνακες"-, για την επανάσταση του '21, .

   Η ανυποληψία της καλοσύνης και ο διασυρμός της τιμιότητας στα σκληρά τούτα χρόνια μας κάνει, με ολοένα μεγαλύτερη δίψα παρηγοριάς, να γυρίζουμε κατά τις μορφές εκείνες του Γένους που, είτε με το λόγο είτε με το σπαθί, κατάφεραν να κρατήσουν ψηλά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.    Μια απ' αυτές τις μορφές, χωρίς αμφιβολία, είναι και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης.
   Ασυμβίβαστος σαν χαρακτήρας, έδειξε στην υπεράσπιση της πολιτικής αλήθειας του Αγώνα το ίδιο ήθος που είχε δείξει στα πεδία των μαχών, Τα Απομνημονεύματά του, επειδή ακριβώς ξεκινούν από την πρόθεση όχι να κάνουν φιλολογία μα να προσφέρουν μιαν ακόμα υπηρεσία στην πατρίδα, χαρακτηρίζονται από τη λιτότητα και τη μεγαλοσύνη των γενναίων πράξεων.

   Σκληρή και ανελέητη στο ταμπούρι, τρυφερή και δεχτική στα δεινοπαθήματα και τις ανημπόριες του λαού, η καρδιά του γερό- Ρουμελιώτη μηχανεύτηκε χίλιους τρόπους για να λαλήσει.

   Έτσι, όταν στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας η παραποίηση των γεγονότων του μεγάλου Αγώνα, υποκινημένη από εμφύλια πάθη οξύτατα, άρχισε να φτάνει σε σημείο απογοητευτικό, δεν εδίστασε να επιχειρήσει, ακόμη και με το λόγο, ακόμη και με τις ζωγραφικές παραστάσεις, να "πείσει".

   "Βάνουν τους δούλους τους και κόλακες τους, 

    εκείνους οπούχουν ίσια την αρετή κι αγώνες, 
    και τους εγκωμιάζουν εις τις "φημερίδες κάθε 
    ολίγον και φκιάνουν και ιστορίες". 

   "Έπρεπε λοιπόν κι αυτός "να φκιάσει μια ιστορία".


   Και την έφκιασε.  Η ορμητική πνοή της ιδιοσυγκρασίας του, συνταιριασμένη με την αγνότητα της ψυχής και την παραστατικότητα της φαντασίας του, βρήκανε διέξοδο μέσα στις αυτοβιογραφικές του σελίδες που, αν για μας σήμερα αποτελούν ένα μνημείο δημοτικού λόγου, για κείνον, τότε δεν αντιπροσωπεύανε παρά μιαν ακόμη προσπάθεια να μπουν στη θέση τους πράξεις  τιμής συντελεσμένες από παλιούς, της λεβέντικης ζωή του, συναγωνιστές.


   Μια τέτοια προσπάθεια, με κάθε τρόπο, θα 'ταν σωστό να ολοκληρωθεί.  Κι όχι μόνο γιατί στην πρωτόγονη φύση του έπαιζε ρόλο μεγάλο η πειστικότητα της οπτικής παράστασης των φαινομένων αλλά και γιατί, για τους φίλους του που δεν ήξεραν γράμματα - κι ήταν οι περισσότεροι τότε - μια παρόμοια ομιλία θα έκανε σίγουρα περισσότερο αποτελεσματική, ο Μακρυγιάννης επήρε μια μέρα την απόφαση να ιστορήσει και με ζωγραφιές το πάθος της ζωής.


   Αυτό έγινε την άνοιξη του 1836, όταν μαζί με το Στρατηγό Τζώρτζ, κίνησε για το Μεσολόγγι με την εντολή να καταστείλει την ανταρσία του Γρίβα.  

   Να πολεμήσει δεν χρειάστηκε τότε -το κίνημα είχε γρήγορα εκφυλιστεί- όμως, η επαφή του, ύστερα μάλιστα από τόσα χρόνια, με τα τοπία της Ανατολικής Στερεάς τον άγγιξε στις πιο ευαίσθητες χορδές του.  
   Ότι κατά βάθος ήτανε μια ιδιοσυγκρασία καλλιτεχνική, παραστρατημένη μέσα στις τραχιές συνθήκες του καιρού εκείνου, ο Μακρυγιάννης, δεν υπάρχει αμφιβολία.
   Το χτύπημα με τον εχθρό, η προάσπιση της ελευθερίας, το ξημεροβράδιασμα με τ' άρματα, δεν ήταν γι αυτόν μια απλή έκρηξη δύναμης αλλά κι ένα αίσθημα λεπτό τρυφερό, πολλές φορές μελαγχολικό ως τα δάκρυα. 
   Όλος ο καημός της Ρωμιοσύνης πάλλει σε μερικά λόγια του κι αν χρειάστηκε, αλήθεια, να περάσει τις νύχτες και τις μέρες της νιότης του στα καραούλια, οι νύχτες και οι μέρες του αυτές δεν πέρασαν έτσι που ν' αφήσουν τελικά στη μνήμη του μονάχα το βρόντημα και τον καπνό της μπαρούτης.


   Χρονικό:  "Οι ζωγραφιές του Μακρυγιάννη"

   Γυρίζοντας στην Αθήνα είχε κιόλας συλλάβει μέσα στο νου του τη σειρά από τα σχέδια που έμελλε να εκτελεσθούν.


   "Παρατήρησα, γράφει, όλες τις θέσες οπούγιναν
     πόλεμοι, και σημάδεψα όλες αυτές τις θέσες 
     κι όσες άλλες ήξερα".

   Ζωγραφική μόνο δεν ήξερε και μήτε που μπορούσε να τη μάθει -όπως τα γράμματα- τώρα στα γερατειά. 
   Σκέφτηκε τότε να πάρει στην υπηρεσία του, σαν εκτελεστή του έργου, ένα ζωγράφο για να του υπαγορεύει καταλεπτώς τις εμπνεύσεις του.

   Ο πρώτος ήταν ξένος. Δεν ήξερε τη γλώσσα του. Οι δυο-τρεις πίνακες που έφτιαξε στην αρχή δεν τον ικανοποίησαν, γι αυτό και χωρίς να διστάσει τον πλήρωσε και τον έδιωξε.  

   Είναι χαρακτηριστική αυτή η λεπτομέρεια κι όπως θα δούμε πάρα κάτω φτάνει και μόνη της για να δικαιώσει την όλη αντίληψη που έχουμε σήμερα σχηματίσει, μερικοί, για τη βαθιά ελληνικότητα της ψυχοσύνθεσης του καλλιτέχνη-στρατηγού.

   "Αφού έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο", συνεχίζει,

   έστειλα κι έφεραν από τη Σπάρτη έναν αγωνιστή, 
   Παναγιώτη Ζωγράφο τον έλεγαν.  
   Έφερα αυτόν και μιλήσαμεν, και συμφωνήσαμεν 
   το κάθε κάδρον την τιμή του.  
   Κι έστειλε κι ήφερε και δυο του παιδιά και τους 
   είχα στο σπίτι μου όταν εργάζονταν.
   Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τελείωσε τα 1839. 
   Έπαιρνα το ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους 
    λόφους και το 'λεγα:  έτζι είναι εκείνη η θέση, 
   έτζι εκείνη... αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε... 
   αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, 
   των Τούρκων εκείνος".

   Πραγματικά, έτζι τελείωσε μια μέρα και η σειρά ολόκληρη από τις εικοσιτέσσερεις εικονογραφίες που έφτιαξε με το χέρι του ο απλός αυτός αγωνιστής και αγιογράφος, ο Παναγιώτης Ζωγράφος.

   Ως ποιό σημείο έφτασε η συνεργασία των δύο αντρών και ποιο μπορεί να είναι το ποσοστό αξίας του καθενός στη συντέλεση του μνημείου, μόνο με κάποια προσέγγιση θα προσπαθήσουμε, όταν έρθει η στιγμή, να προσδιορίσουμε. 
   Πλατιούς διηγηματικούς τίτλους και επεξηγήσεις, με το γνωστό χαρακτηριστικό ύφος του, προσθέτει ο Μακρυγιάννης κάτω από κάθε τέτοιο "κάδρο".

   Η ιστορική τους σειρά είναι η ακόλουθη:


   1. Η απελευθέρωση της Ελλάδας.  - 2. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης.  - 3. Αλαμάνα, Στυλίδα, Αγία Μαρίνα, Πατρατζίκι.  - 4. Γραβιά -Άμπλιανη.  - 5. Βασιλικά.  

- 6 Λαγκάδι, Κομπότι, Πέτα. 7. Άρτα, Πέτα.  - 8. Μεσολόγγι.  -9. Αράχωβα.  - 10. Καρπενήσι, Καλιακούδα.  - 11. Μάχες γύρω από τη Βόνιτσα.  - 12. Τριπολιτσά.  - 13. Δερβενάκια.  - 14. Νεόκαστρο.  - 15. Μύλοι.  - 16. Αθήνα. 17. Ακρόπολη.  - 18. Πειραιάς - Φάληρο.  - 19. Ανάλατο.  - 20. Ύδρα - Σπέτσες - Ψαρά. - 21. Κρήτη, Σάμος.  - 22. Ναυαρίνο.  - 23. Μνημόσυνο για του Φιλέλληνες.

   Την άνοιξη του 1839, το έργο ήταν έτοιμο σε πέντε σειρές. 

   Ο Μακρυγιάννης οργάνωσε ένα τραπέζι μεγάλο όπου κάλεσε τον επισημότερο κόσμο της πρωτεύουσας, πολιτικούς, αυλικούς, στρατηγούς, πλήθος φιλέλληνες, καθώς και τους πρεσβευτές των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, ως διακόσια πενήντα πρόσωπα το όλο. 
   Στο τέλος, έβγαλε τις εικόνες και τις έδειξε. Ήταν η πρώτη μεγάλη δημόσια έκθεση τους, έκθεση που, όπως ήτανε φυσικό, άφησε αδιάφορους τους μορφωμένους ξένους ενώ γέμισε από χαρά και ενθουσιασμό του Έλληνες αγωνιστές. 
   Όσο για την καθαρά αισθητική αξία του έργου, αυτή, αγνοημένη απ' όλους - ακόμα και από τους δυο πρωτουργούς της -έμελλε να εκτιμηθεί πολύ αργότερα κι ίσα-ίσα τότε που η ανυψωμένη πια καλλιτεχνική συνείδηση του Έθνους ένιωθε ικανή να χειραφετηθεί από την επιρροή των Ακαδημιών της Δύσης.

   Ο Παναγιώτης Ζωγράφος, όπως κι ο Θεόφιλος, δεν μπορεί ούτε πρέπει να μελετιούνται συγκριτικά με άλλους καλλιτέχνες που παρουσιάστηκαν ή και θα παρουσιαστούν επηρεασμένοι από τα διδάγματά τους. 

   Η σημασία τους η καίρια, η κεντρική, η αναμφισβήτητη, είναι η σημασία της πηγής. Κι από την άποψη της πηγής, ο ρόλος του Παναγιώτη Ζωγράφου δεν είναι διόλου μικρός.
   Απλός και ταπεινός αγιογράφος στην πατρίδα του, ίσως να περνούσε απαρατήρητος και να έσβηνε μέσα στην ανωνυμία, αν μια μέρα δεν τον τραβούσε κοντά του ο παράξενος εκείνος Στρατηγός με το λανθάνον καλλιτεχνικό πάθος. Ίσως πάλι κι ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, να μην έβλεπε πραγματοποιημένα τα οράματά του, έτσι τουλάχιστον όπως τα είχε συλλάβει μέσα στη φαντασία του, αν δεν έβρισκε μπροστά του τον λαϊκό αυτό τεχνίτη.

   Στενή, βαθιά και πρωτότυπη, στάθηκε η σύμπραξή τους στη γέννηση των Εικονογράφων του Εικοσιένα. 
   Όλα τα κείμενα που υπάρχουν μαρτυρούν ότι ο Μακρυγιάννης έδωσε λεπτομερέστατες οδηγίες. 
   Όμως αν η πλάστιγγα της τιμής για τη δημιουργία του έργου πρέπει από κάπου να γείρει, νομίζουμε ότι πρέπει σίγουρα να γείρει από τη μεριά του Παναγιώτη Ζωγράφου.

   Είδαμε ότι ο πρώτος που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτή τη δουλειά, ο «Φράγκος» όπως τον αναφέρει ο Μακρυγιάννης, μολονότι θα έλαβε τις ίδιες περίπου οδηγίες δεν μπόρεσε να φτάσει σε αποτελέσματα ικανοποιητικά ώσπου στο τέλος, διώχτηκε.

   Η κατανόηση δηλαδή των εμπνεύσεων του Μακρυγιάννη, φάνηκε γρήγορα ότι δεν ήταν τόσο ζήτημα παιδείας, όσο ζήτημα ψυχολογικού συνταυτισμού. 
   Αυτός ο Σπαρτιάτης, πέρ’ από τα χρώματα και τις γνώσεις της αγιογραφίας, κουβαλούσε μέσα του κάτι άλλο: μια παράδοση, τη ζωντανή παράδοση του τόπου του. Είχε αγρυπνήσει με τους ίδιους καημούς, είχε κοιμηθεί με τα ίδια όνειρα, τραγουδήσει με το ίδιο πάθος που τραγουδούσανε χρόνια τώρα όλοι οι γύρω του άνθρωποι. 
   Και μέσα σ’ αυτά, μια ορισμένη αντίληψη για τη φύση και τη σχέση των πραγμάτων και των ανθρώπων, μια ειδική αισθαντικότητα, διαμορφώνονταν και ταξίδευε υποσυνείδητα ώσπου να φτάσει τη στιγμή των πραγματοποιήσεων.
   Αυτή την αισθαντικότητα παίρνοντας, ο αισθητικός και ξετυλίγοντας την σαν ένα είδος μίτου προς τα πίσω, θα κάνει ένα παράδοξο ταξίδι. 
   Θα περάσει από μερικές λαϊκές εκδηλώσεις της νεοελληνικής ζωής όπως ο Καραγκιόζης ή τα χωριάτικα χειροτεχνήματα, από παλιές λιθογραφίες, ορισμένες τοιχογραφίες σπιτιών ιστορικών, της Ύδρας ή των Γρεβενών,  παραστάσεις μοναστηριών του Άθω, και θα βρεθεί στο τέλος, όπως το επεσήμανε κάποτε ο καθηγητής Άγγελος Προκοπίου, συνδεδεμένος με το λαϊκό εκείνο ρεύμα της Βυζαντινής ζωγραφικής που καλλιεργήθηκε στις ακραίες επαρχίες της Αυτοκρατορίας, παράλληλα με το επίσημο, και που φέρνει φανερά επάνω του τα χαρακτηριστικά σημάδια της Ανατολής. 

   Ποια ήταν η επίδραση της Ανατολικής τέχνης, προ πάντων της Συριακής και της Περσικής, επάνω στη Βυζαντινή και σε τι ποσοστό χρωστάει ετούτη πάλι, τη διαμόρφωση της στην προγενέστερη Ελληνιστική, είναι ένα ξεχωριστό θέμα. 

   Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι ο Παναγιώτης Ζωγράφος, ασυνείδητος φορέας της αισθαντικότητας αυτής, που κράτησε την ενότητα και τη συνοχή της όσο το επιτρέψανε οι μύριες αντιξοότητες της δουλειάς, έφτιαξε πραγματικά ένα έργο που, χωρίς να είναι μεγάλη ζωγραφική, γίνεται το ευαίσθητο μέτρο των στοιχείων που χαρακτηριστικά σημαδεύουν τη νεοελληνική τέχνη, και που, σ’ όλο το διάστημα της πρώτης ελεύθερης εκατονταετίας του έθνους, συγκεκριμένα ως τον Παρθένη, απουσιάζουν εντελώς σχεδόν από την παραγωγή των καλλιτεχνών μας.

   Δεν πρέπει να παραξενέψει κανέναν πως οι οπλαρχηγοί και οι άλλοι αγράμματοι παλιοί συναγωνιστές του ήρωα της Ρούμελης συγκινήθηκαν πολύ περισσότερο από τους ξένους διπλωμάτες, αντικρίζοντας πρώτη φορά τα έργα εκείνα. 

   Έτσι μόνο νιώθει κανένας πως μπόρεσε ένας σύγχρονος ποιητής μας, ο Σεφέρης, αντικρίζοντας από μακριά τη ζωγραφιά της πολιορκημένης Ακρόπολης, να πει χωρίς καμιά διάθεση παραδοξολογίας ότι τη χαίρεται σαν την ποδιά μιας βλαχοπούλας.

   Ο Παναγιώτης Ζωγράφος εδούλεψε με την αρρενωπή απλότητα των πολεμικών εγγράφων του '21, με την οικονομία και τη λυρική ένταση των δημοτικών μας τραγουδιών. Τα μυστικά του είναι καθαρά και αιώνια. Καταφέρνει να λυτρώνεται από την πραγματικότητα χωρίς να την αγνοεί ή να την προδίδει. 

   Δεν παραδοξολογεί κι όμως πάντα ξαφνιάζει ευχάριστα την όραση. 
   Ρυθμίζει τις σχέσεις των μορφών και των χρωμάτων σύμφωνα με τις επιταγές του πλαστικού του ενστίκτου. Ποτέ του δεν κινηγάει την ωραιολογία. 
   Ξεκινάει να πει το σωστό και το συγκεκριμένο και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο λέει το ωραίο.

    Από μια άλλη άποψη όμως έρχεται πραγματικά κοντά μας σα μια μικρή κιβωτός του Γένους γεμάτη από τις απλές εκείνες και μεγάλες αρετές που, αφού άντεξαν στις θύελλες της Ιστορίας, δηλώνουν και πάλι την παρουσία τους στο πλάι μας. 

   Από τέτοιες βάσεις ξεκινώντας η τέχνη στον τόπο μας μπορεί να πάει μακριά.
   Ο άνθρωπος που υπάρχει μέσα στον Έλληνα κι ο Έλληνας που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο δεν είναι πια φόβος να νοηθούν χωριστά. 
   Η έκφραση, που δοκιμάστηκε για αιώνες σ' αυτά τα χώματα, σ' αυτό το κλίμα, σ' αυτό το ύφος της γης, ταυτίζεται αρμονικά με την έκφραση που δοκιμάζεται σήμερα πάλι, στο ύφος του δικού μας αιώνα, από τον υπερεθνικό κι επαναστατημένο άνθρωπο. 
   Καμιά επανάσταση άλλωστε, ούτε στην τέχνη ούτε στη ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας από κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριο της την παράδοση. Και μιλώντας για τον Παναγιώτη Ζωγράφο ή το Στρατηγό Μακρυγιάννη, βέβαια, μιλούμε για την παράδοση. 
   Μιλούμε για τα "κινήματα της ψυχής" ενός λαού που είμαστε εμείς οι ίδιοι, για τις δυνατότητες δημιουργίας που έχουμε, ταπεινοί έστω και με χίλια εμπόδια μπροστά μας, όμως έτοιμοι να τα ξεπεράσουμε όπως τόσες άλλες φορές μέσα στην Ιστορία.

                                                       Οδυσσέας Ελύτης


Utopia

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.