Δευτέρα, Ιανουαρίου 20

10:35 π.μ.



      ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ    (πράξη 1η)

1.    Ξυπνώ.... Οσμίζομαι και γεύομαι, αγγίζω, ακούω, βλέπω....
       Πάλι και πάλι οι αίστησες από το γέρικο σκαρί μ' αρπάνε
       Με τραντάχνουνε ! Στο γράπωμα της καφτερής λαβίδας θα στενάξω.
       Θ' ανακορμίσει πάλι.  Να ! Ο σκιερός μου εαυτός, αφέντης, νομοδότης,
       Το αχθοφόρο μου σαρκί ζωντάνια θα το ντύσει, σαράντα ζώντες 
                                                                                  [σ' ατσαλιού,
       Ως αφουγκράστηκε τους νιούς, τις νιές, τους ποταμίσιους δρόμους,
       Ως βρήκε τον η ανάσα τους στο γκριζωπό της γνώσης μεταύπνι,
       Είχ' αποκάμει ο αλύγιστος, ο συμμαζώχτης των καρπών, ταξιδευτής,
       Που ατλάζια νιάτα μάζωχνε, με τις σμαράγδινες λαλιές σιμά του.
       Φώτα του Νου ! Αδάμαστε, ανεμοσβουριχτές ανάσες των αλκίμων,
       Κείνης της ύστερης σποράς πούβγαζ' ακόμα τους ανθούς 
                                                                          [απ' τους κρατήρες...

12.  Κι εξύπνησα !  Κι είναι, θαρρώ, καιρός τις στάχτες ν' αναδέψω,
       Το βλέμμα μου, το φυσερό, 'πά σε καμένες θύμισες να καρφωθεί.
       Λεπίδι ατσάλινο, δαμασκηνό, του χρόνου τον κυκλοθυμό να κομματιάσει,
       Δούλος του, υποταχτικός στης βούλησης μου τη ροή για να γενεί εκείνος.
       Και ν' αρχινέψω το παλιό τρανό, να ξετυλίγω το ανάγλυφο κουβάρι,
       Κείνο που τυλιγότανε σαν σκάλιζαν τα θάματα της φύσης οι οδηγέτες.
       Μαζί μ' αυτούς ! Τους υφαντές του σήμερα, τις λαμπερές υφάντρες,
       Να μάθουνε.... Το πνέμα τους διαφεντευτής, κουμάντο, τιμονιέρης,
       Ανάμεσο στα ξέξασπρα, στον άνοα τον κόσμο μας που κείτονται κουφάρια...
       Ανόητοι και βλάστημοι...  Βλαστήμησαν του σύμπαντος το 
                                                                         [ατέρμονο μπουρίνι,
       Θαρρώντας πως της κοσμικής, της μήτρας είν' μοναχοπαίδια...
       Θερίζουν ζιζανοσπορές, μασούν ψωμιά μιας μουχλιασμένης γλώσσας...

24. 
Ελάτ' εδώ, να σας ιδώ, να φωτιστούν τα πρόσωπα στις φλόγες
       Απίκο οι πέντε αίστησες κι οι άλλες ν' ακλουθάνε. Απίκο !
       Να διηγηθώ σας τον παλιό, τον σκουριασμένο θρύλο,
       Τραγούδι όξω από γραφές, στο μνημοσέντουκο του κόσμου φυλαγμένο,
       Μικρή, ακριβή κληρονομιά που γέροι, των λαών οι στυλοβάτες
       Τρεμουλιαστά τραγούδαγαν ρίχνοντας στ' άστρα προσευκές.
       Και τ' άστρα τους αιώριζαν... Κι ο νους τους χαρμόσυνης κούπα,
       Να πίνω εγώ το ρουφηχτό, της σκέψης μου ανάταση, χυμό...
       Για το νερό, τρεχούμενο στοιχειό, Φωτιά, τη ζωοδότρα μάνα...
       Για τη Γυναίκα την τρανή, που η σκέψη της πολύμορφη εικόνα...
       Λες και παλεύεις για να βρεις το έβγα χίλιων λαβυρίνθων
       Φωτιά ! Γυναίκα ! Και νερό ! Το τρίδωρο τ' ατίμητο του Άντρα πανωπροίκι.
       Σα βρέθηκ' ο αρσενικός, μοναχικός κοσμοφρουρός σ' εκείνο τον πλανήτη,
       Δώρα που κάποιοι στέρξανε να δώσουνε, να τάχει...
       Όταν, απόβλητος αυτός, καινούργια φύτρα έμπηξε σε 'κείνο τον πλανήτη...

_____________________________________________________________
"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για 
την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί.   Πράξη 1η

Το έργο ολοκληρώνεται σε 8 πράξεις:

Πράξη 2η, Κοσμογονία 2ο Πριν
Πράξη 3η, Κοσμογονία 3ο, Μόνος
Πράξη 4η, Κοσμογονία 4ο, Το Νερό
Πράξη 5η, Κοσμογονία 5ο, Η Φωτιά
Πράξη 6η, Κοσμογονία 6ο, Γυναίκα
Πράξη 7η, Κοσμογονία 7ο, Τρεις Δυνάμεις Ι
Πράξη 8η, Κοσμογονία 8ο, Τρεις Δυνάμεις ΙΙ


  Utopia  

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.