Κυριακή, Δεκεμβρίου 8

9:42 π.μ.

Το εργαστήριο του καλλιτέχνη 

   Μια μεγάλη σκοτεινή περίοδος αποσκεπάζει τα πρώτα χρόνια του νεοϊδρυμένου ελληνικού κράτους.
   Η επιβολή της Ευρώπης επάνω στον αρτιγέννητο οργανισμό (που πνευματικά κινείται ψαύοντας ακόμα ύστερ' από τη νεκροφάνεια τεσσάρων αιώνων) είναι τόση, που κάθε ανεξάρτητη χειρονομία, πραγματικά, να φαίνεται απίθανη.

   Είναι η εποχή που θριαμβεύει η ψεύτικη κολόνα, η χλαμύδα, το χάρτινο ρόδο και ο Έρως με τα δύο φτερά. 
   Η διάσταση ανάμεσα σ' αυτά και ανάμεσα στα πλατάνια, τις εκκλησιές, τα καράβια, τα σπίτια και τα  κεντήματα του λαού είναι κολοσσιαία.
   Η Αττική γη, το Αιγαίο, δε βρίσκουν έναν άνθρωπο ν' αποδώσει την ουσία τους με μιαν άμεση χειρονομία.
   Η εποχή της Διάλυσης των Μορφών μέσα σ' ένα όργιο εντυπώσεων, που δεν είχαν άλλη εξάρτηση παρά μόνον από την επιφάνεια του ματιού. Το σκόρπισμα σε πλήθος έντονες πινελιές και η σύγχυση της ατμόσφαιρας με την ύλη αποδείχτηκαν εχθρές του καθαρού περιγράμματος και της πνευματικής φυσιογνωμίας των αντικειμένων.

   Ένας Παρθένης γίνεται εμπρεσιονιστής και μεταβάλλει στο διάστημα της ανόδου του τόσο ριζικά τον εμπρεσιονισμό του, που αντιστρέφει τους όρους και παρουσιάζεται σαν ένας από τους σημαντικούς προδρόμους και άμεσους βοηθούς της αλλαγής που μέλλει να γίνει.

   Μια γενεά νέων ζωγράφων αποσκιρτά από τα διδάγματα της Σχολής Καλών Τεχνών. Μελετά τη βαθύτερη σημασία της Βυζαντινής τέχνης, έρχεται κοντά στις έγνοιες και τις χαρές του λαού, τα χειροτεχνήματα, τον Καραγκιόζη, βλέπει στον αδίδαχτο γυρολόγο ζωγράφο της Μυτιλήνης Θεόφιλο το φορέα ενός γνήσιου ζωγραφικού αισθήματος.

    Στην Ευρώπη, η αντίδραση του Cezanne, στη διάλυση της φόρμας και η στροφή της προσοχής του, από άλλο δρόμο σ' αυτήν, γεννά τις προϋποθέσεις του Κυβισμού.

    Ειδοποιημένος λες, ο Χατζηκυριάκος, χάρη σ' ένα αξιοθαύμαστο ένστικτο, ζητούσε ν' αντιδράσει στην αστάθεια των συγχρόνων του και να φτιάξει από το Εμπρεσιονισμό κάτι το στέρεο και το μόνιμο. 
   Διαπιστώνοντας ότι το σχέδιο και το χρώμα δεν είναι ξέχωρα πράγματα, αλλά όσο προχωρείς στο ένα τόσο συγκεκριμενοποιείται το άλλο.

   Την επαύριο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ήδη, ο Braque, ο Picasso, ο Le Corbusier, από τη δική του έπαλξη ο καθένας, ανασυνθέτανε την πραγματικότητα επάνω σε βάσεις πιο στέρεες.

"Λύτρωση από την ωραιοπάθεια, αναζήτηση του ωραίου από το δρόμο του αληθινού, αναθεώρηση της έννοιας του πραγματικού, ροπή προς το συγκεκριμένο, έρωτας της ακρίβειας." 

   Σ' αυτές τις τροχιές, ένας καλλιτέχνης νεοφτασμένος, μπορούσε ίσως να βρει εύκολα το δρόμο του, μπορούσε όμως, το ίδιο εύκολα, να χαθεί.
   Ο Ν. Χατζηκυριάκος Γκίκας άντεξε. Το ένστικτο του Έλληνα νησιώτη λειτουργούσε με ασφάλεια μέσα στα ξανοίγματα του κοσμοπολίτη Ευρωπαίου.

   Πολύ γρήγορα αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι όλη αυτή η ιστορία για το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στη νεώτερη τέχνη και την παράδοση δεν είναι παρά ένας μύθος. 
   Οι ρίζες των νέων αντιλήψεων βρίσκονται βυθισμένες ουσιαστικά μέσα στ' αρχαία εκείνα χώματα που τα διαπότισαν οι έγνοιες για την ανακάλυψη μερικών αναλλοίωτων κανόνων.
   Ο Le Corbusier είχε μιλήσει κάποτε για ένα ορθογώνιο τρίγωνο, που είναι ο ελληνικός πολιτισμός, και που έχει για κορυφή του τον Παρθενώνα. 
   Την ανιούσα του τριγώνου αυτού μελετά και παρακολουθεί αναδρομικά και ο Γκίκας.
   Από τη θητεία του στην ελλειπτική μέθοδο, αυτό που συναποκομίζει ο Χατζηκυριάκος Γκίκας το βλέπει σαν αποτέλεσμα μόνο και το βλέπει πάντοτε στην πράξη. 
   Ξέρει ότι ένα αντικείμενο που κατασκευάζεται με το μοναδικό σκοπό ν' ανταποκριθεί, όσο γίνεται καλύτερα, στον προορισμό του, δεν υπακούει σε άλλη νομοτέλεια.
   Το εργαλείο, το πλοίο, το σπίτι, που δεν πάνε να ικανοποιήσουν ένα νεόπλουτο ιδιοκτήτη, ζηλωτή παλαιών μεγιστάνων, αλλά να λειτουργήσουν σωστά, με μόνα τα απαραίτητα εξαρτήματα τους στην προσδιορισμένη θέση, αποτελούν συνθέσεις που κατά βάθος έχουν την ίδια αναλογία με τις συνθέσεις της τέχνης που μελετήσαμε.
   Ο λαός, που δεν έχει αφήσει τη μνήμη του να συρθεί στη σκόνη των μουσείων, κατέχει αυτό το μυστικό, με το ένστικτό του, με το ασυνείδητο.
   Ο νεοελληνικός λαός συνεχίζει κατευθείαν την παράδοση του αρχαίου. Βρίσκεται μέσα στο πνεύμα του ίδιου πολιτισμού που "έφτασε να μελετήσει τόσο βαθιά και πρωτότυπα μιαν απλή οριζόντια γραμμή, ώστε να την εκτελεί κυρτή ξαναφέρνοντας έτσι το αίσθημα στην καρδιά της γεωμετρίας".

   Το φως, με την εξαιρετική ποιότητα του, μέσα στο κέντρο του ελληνισμού, το Αιγαίο, διατηρεί την παράδοση αυτή και βοηθεί το ζωγράφο που επιχειρεί τώρα ένα χαρούμενο και χρήσιμο ταξίδι από τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας ως τα κατηφορικά σοκάκια των νησιών, περνώντας και μελετώντας όλα τα καταφρονεμένα έργα που πλάστηκαν κι εξακολουθούν να πλάθονται ολοένα και σήμερα από απλοϊκά, τίμια χέρια: σπίτια, ξωκλήσια, περιστεριώνες, καΐκια, παράγκες, μανάβικα, στραγαλατζίδικα, σούστες, καροτσάκια,ψαρόβαρκες, χαλκώματα, υφαντά, φορεσιές.

   Θεωρίες, απόπειρες εφαρμογής, πολλές, ξεκινήσανε να κατακτήσουνε την ελληνική φύση αλλά καταπέσανε άδοξα. 
   Η αλήθεια, όσο λιγότερα μέσα διαθέτει για να εκφράζεται, τόσο δυσκολώτερα αιχμαλωτίζεται. Και συχνά, μπροστά σε μια σειρά από έργα, δημιουργούνται ερωτηματικά...

   Πού είναι ο αέρας εκείνος της ελευθερίας που σπιθοβολά το μεσημέρι πάνω στα κύματα ή κατεβαίνει από τις λευκές γειτονιές φουσκώνοντας τα πουκάμισα των ηλιοκαμένων αγοριών;
   Που είναι ο ήχος της καμπάνας;
   Η μυρωδιά του φύλλου της συκιάς;
   Η γεύση του κρύου νερού τα χαράματα;
   Που είναι ο μονάρχης του ελληνικού υπαίθρου, ο ήλιος;

   Πολλοί πεισμώσανε και τα βάλανε με το φως. Είπανε ότι αυτό το φως εξαφανίζει τις γραμμές, διαλύει τα χρώματα, καταστρέφει τις επιφάνειες.

   "Ζήτησα να αντιγράψω τη φύση μα δεν το κατάφερα. 
   Η μεγαλύτερη μου ικανοποίηση ήταν, όταν ανακάλυψα, ότι τον ήλιο δεν μπορούσα να τον παραστήσω αλλά να τον αναπαράγω με κάτι άλλο, κάτι αντίστοιχο... λ.χ. το χρώμα", λέει ο Cezanne

   Η γη της Ιωνίας, με τη νοτιοανατολική Ασιατική ενδοχώρα της και με τα Αιγυπτιακά της παράλια, στάθηκε πάντοτε το πεδίο μιας αφομοιωτικής ενέργειας θαυμαστής, το εργαστήριο πυρήνων τέχνης που αποτελέσανε πάντοτε μερικά από τα πιο μεγάλα μυστικά της επιτυχίας του Ελληνισμού.

   Στα προσωκρατικά χρόνια, στην ελληνιστική και την παλαιοχριστιανική, στη Βυζαντινή και την τουρκοκρατούμενη ακόμα περίοδο, οι αλληλοεπιδράσεις και οι επιμιξίες δεν έπαψαν να σημειώνονται στα βάθη του ομαδικού φυλετικού υποσυνείδητου, όπως δεν έπαψε κι ο αντίκτυπος τους στην τεχνική να προσδίδει σ' όλα τα άξια δημιουργήματα (είτε αυτά μας παραδόθηκαν από το λόγιο είτε από το λαϊκό ρεύμα) ορισμένα ταυτόσημα γνωρίσματα.
   Η παλιά Αιγυπτιακή αυστηρότητα, η Αραβική θέρμη και χλιδή, το στεγνό και ασκητικό πνεύμα της Συρίας, η Περσική χρωματική αίσθηση και ρυθμολογία περνούν από το σοφό χωνευτήρι του Ελληνισμού, αποβάλλουν το τοπικό πλαστικό τους ιδίωμα, χάνουν την προεξοχή της υπερβολής του, ανοίγονται ή περιορίζονται ανάλογα με το ιδιαίτερο στοιχείο που προσκομίζουν και, μαζί με τα άλλα γηγενή στοιχεία, μετουσιώνονται σε πρότυπα νέα, εντελώς προσωπικά, σύμφωνα με τα κηρύγματα του φωτός και τις επιταγές της γης αυτής όπου θα στηθούν. 





   Ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, όπως άλλωστε και οι άλλοι νέοι ζωγράφοι που εργάζονται συνειδητά και προτιμούν την άμεση επαφή με τα πρώτα στρώματα της καταγωγής τους, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη της αισθητικής του Ανατολικού κόσμου.

   Κινημένος στην αρχή από τη μνήμη της παράδοσης αυτής που διασώθηκε, αλλού πιο φανερά κι αλλού πιο κρυφά, στα νεοελληνικά έργα, οδηγήθηκε ύστερα μόνος του ως την τέχνη της Απω Ανατολής, κατάγινε με τα έργα των γιαπωνέζων και Κινέζων ζωγράφων, κάτι περισσότερο, μπήκε στη νοοτροπία τους και στην ιδιαίτερη τεχνική τους.

   Εγχείρημα σημαντικό κι επί πλέον πέρα για πέρα δικαιωμένο, αφού την ίδια ώρα η σύγχρονη Ευρώπη αντιδρώντας επαναστατικά στο συμβατικό παρελθόν της είχε κι εκείνη, από πολλές μεριές, μ' ένα δικό της τρόπο, στραφεί προς την πανάρχαιη κοιτίδα των πολιτισμών.
   Ο ζωγράφος βρίσκεται και αισθητικά και ψυχολογικά ενταγμένος μέσα σε μια ολόκληρη γενεά εκείνη που εργάστηκε παράλληλα με τη λογοτεχνική γενεά του '30 και που πρωταρχικό σκοπό της είχε την κοινωνία με το ουσιατικό περιεχόμενο της νεοελληνικής πραγματικότητας.                            Ορισμένες μικρές συνθέσεις του βρίσκονται ανάμεσα σε μορφές από αναπαραστάσεις αγγείων και σε μορφές σημερινών Κρητικών που χορεύουν ή ανάμεσα σε αρχαίες κόρες και λουόμενες του 20ου αιώνα.
  Μερικοί πίνακές του, άσχετα και από το θέμα τους ακόμη, μας δίνουν, ταυτόχρονα, το αίσθημα που έχουμε από έναν αρχαίο ναό ή μια κυκλαδίτικη εκκλησιά, χωρίς το παραμικρό διαχωριστικό χάσμα στην οπτική μας σύλληψη.
   Τέλεια τεχνική και αίσθημα ευστάθειας χαρακτηρίζουν το έργο του. 
   Τη χρωματική του ύλη συχνά την παρασκευάζει ο ίδιο, επινοώντας συνταγές ή δοκιμάζοντας άλλες απόκρυφες από τα ιερά βιβλία της Ανατολής. 
   Τίποτε δεν είναι πρόχειρο, τίποτε παρατημένο στη μέση. 
   Η γενική οικονομία των έργων του χρωστάει πολλά στην κυβιστική του προπαίδεια.

   Μα και αργότερα, όταν έχει πια υποστεί την κάθαρση επιστρέφει χωρίς φόβο προς το αντικείμενο και προς τον κόσμο των τριών διαστάσεων, διασώζει ακέραιη την αρετή του αυτή.
   Από τα θέματα που ξαναγυρίζουν πιο συχνά κάτω από το πινέλο ή το κοντύλι του, επειδή αυτά έχουν την ικανότητα να εκφράζουν την εντελώς ατομική του αισθαντικότητα, είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε, καθαρά σχηματι σμένους σήμερα, δύο κύκλους.
   Του ενός, κεντρικό μοτίβο είναι το νησί, πιο συγκεκριμένα η Ύδρα. 
   Η πλαστική ιδιορρυθμία του τοπίου που συγκεντρώνει - όλα όσα θα λέγαμε- χαρακτηριστικά ελληνικά στοιχεία. Η θέρμη του ήλιου και το βουητό του ανέμου αναδίνονται, θαρρείς..                                                                        
   Μερικά σκληρά βράχια δίνουνε την αίσθηση της αιωνιότητας, ένας φράχτης καμωμένος από λίγες χτιστές πέτρες, κατήφοροι με σκαλοπάτια που χάνονται πάντοτε σε μια στροφή, κακτοειδή φυτά ή κλωνάρια συκιάς που ξεπερνούν ένα μαντρότοιχο. 
   Πόρτες, παράθυρα, στέγες. Ένα λαγήνι. Ένας χαρταετός.  Δοσμένα  με μια μέθοδο λιγότερο ή περισσότερο ελλειπτική, με γραμμές που διασταυρώνονται, τρίγωνα που διεισδύουνε το ένα μέσα στο άλλο.
   Παρουσιάζονται οι εσωτερικές αυλές με τα παιδιά και τα ζώα, τα σπίτια με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους, οι κλειστοί κήποι και τα κορίτσια που κοιτάζουν παράξενα.
   Με τον ίδιο τρόπο εκφράζεται και στο κλειστό χώρο, αγκαλιάζει το δωμάτιο, τα εσωτερικά των μαγαζιών, τις νεκρές φύσεις.
   Με μια οξύτητα που, όταν το καλεί η ανάγκη, ξέρει να παραμορφώνει ό,τι αγγίζει έτσι ώστε να το ξαναοδηγεί στη βαθύτερη του αλήθεια.
   Όπως και να τα δούμε, τα έργα αυτά, με την ατμόσφαιρα που δημιουργούν, μας πάνε σ' ένα επίπεδο υψηλά τοποθετημένο πάνω από τη συμβατική αντίληψη της ζωής, εκεί που τα πράγματα λάμπουν σε μια δεύτερη κατάσταση, πιο αληθινή. 
   Η πραγματικότητα υπάρχει με το ποιητικό της μυστήριο.  Είναι ένα μυστήριο φωτεινό, γνώριμο, που το ξαναβρίσκουμε με ανακούφιση γιατί είναι δικό μας, είναι το μεσημβρινό μυστήριο, αυτό που αναπηδά κάτω από τον κάθετο ήλιο τα μεσημέρια.
 
 Περιγραφές - αποσπάσματα  Οδ. Ελύτη


utopia

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.